ΚΕΦ 1ο
συμβολική αλληλεπίδραση
κατροπτικός εαυτός
σημαντικοί άλλοι
προσκήνιο - παρασκήνιο
Αλληλεπίδραση είναι η δραστηριότητα που αναπτύσσεται μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων κατά την οποία ο καθένας δρα (ενεργεί προς την κατεύθυνση του άλλου ή των άλλων) με βάση την εκδηλούμενη ή προσδοκώμενη αντίδραση του άλλου. Η συνεχής αλληλεπίδραση είναι εφικτή μέσω της γλώσσας (λέξεις, χειρονομίες, γκριμάτσες). Οι λέξεις, χειρονομίες, γκριμάτσες στην καθημερινή ζωή γίνονται σύμβολα δηλαδή συμβολίζουν- σημαίνουν κάτι για τον άνθρωπο.
Η σχολή αυτή ονομάστηκε σχολή της συμβολικής αλληλεπίδρασης (ή της κοινωνικής διαντίδρασης), διότι κατά τη διάρκεια της αλληλεπίδρασης παράγονται ποικίλα νοήματα μέσω των γλωσσικών κατηγοριών, τα οποία βοηθούν να γίνεται αντιληπτός ο κόσμος γύρω μας. Οι γλωσσικές κατηγορίες ποικίλλουν μεταξύ διαφορετικών κοινωνιών, αλλά και στο πλαίσιο της ιδίας της κοινωνίας.
Η σχολή αυτή θεμελιώθηκε από τους Τσ. Κούλεϋ (C.Cooley, 1864-1929) και Τζ. Μιντ (G. Mead, 1863-1932), ενώ παραλλαγές της βασικής θεωρίας της σχολής αναπτύχθηκαν από σύγχρονους κοινωνιολόγους όπως ο Ε.Γκόφμαν (Ε. Goffman, 1922-1982).
Ο Κούλεϋ συνέβαλε στη θεωρία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης με τον «κοινωνικό καθρεφτισμό του εαυτού μας» (κατοπτρικός εαυτός). Το παιδί διαμορφώνει την αυτοεικόνα και τη συμπεριφορά του ανάλογα με το πώς φαντάζεται ότι το βλέπουν οι άλλοι. Αν φαντάζεται ότι οι άλλοι έχουν θετική εικόνα γι’ αυτό, ότι οι άλλοι επιδοκιμάζουν τις ενδεχόμενες πράξεις του, θα αισθανθεί περηφάνια, ενώ αντίθετα αν φαντάζεται ότι οι άλλοι έχουν αρνητική εικόνα γι’ αυτό και αποδοκιμάζουν τις ενδεχόμενες πράξεις του, θα αισθανθεί ντροπή και ταπείνωση. Η διαμόρφωση της αυτοεικόνας μας εξαρτάται από την ταυτότητα των άλλων. Οι θεμελιωτές της σχολής της συμβολικής αλληλεπίδρασης ονόμασαν «σημαντικούς άλλους» όλα τα άτομα που επηρεάζουν περισσότερο την αυτοεικόνα και τη συμπεριφορά μας και τα οποία είναι συγκεκριμένα πρόσωπα του περιβάλλοντός μας.
Ο Γκόφμαν μελέτησε την αλληλεπίδραση στις καθημερινές και πολλές φορές φευγαλέες συναντήσεις των ανθρώπων. Διέκρινε την κοινωνική ζωή σε στιγμές που λαμβάνουν χώρα στο προσκήνιο και σε στιγμές που λαμβάνουν χώρα στο παρασκήνιο. Στο προσκήνιο γίνονται όλες εκείνες οι συναντήσεις κατά τις οποίες τα άτομα υποδύονται τυπικούς ρόλους. Είναι στιγμές που θεωρούνται «παραστάσεις επί σκηνής» και που συχνά απαιτούν τη συνεργασία με άλλα άτομα. Για παράδειγμα, δύο πολιτικοί από το ίδιο κόμμα μπορεί να δείξουν μπροστά στην κάμερα της τηλεόρασης αγαπημένοι και φίλοι, παρά το γεγονός ότι αντιπαθούν ο ένας τον άλλο. Ένα αντρόγυνο μπροστά στα παιδιά του δείχνει ότι είναι αγαπημένο όταν κοιμούνται όμως τα παιδιά, ξεσπά άγριος καβγάς.
Από την άλλη πλευρά, όταν οι άνθρωποι βρίσκονται στα «παρασκήνια», χαλαρώνουν και εκδηλώνουν ελεύθερα τα συναισθήματά τους, αλλά και τρόπους συμπεριφοράς που κρατούν σε έλεγχο όταν βρίσκονται «πάνω στη σκηνή». Σε αυτές τις στιγμές της χαλάρωσης επιτρέπονται πράγματα που δεν επιτρέπονται «επί σκηνής» όπως, για παράδειγμα, οι απροκάλυπτες σεξουαλικές κουβέντες, το ατημέλητο ντύσιμο, η χρήση κάποιας διαλέκτου, πειράγματα και τολμηρές χειρονομίες, αγενείς προς τους άλλους ενέργειες που αποφεύγονται μπροστά στο κοινό.
ΚΕΦ 3ο
Οι κοινωνικοί επιστήμονες που υιοθετούν την προσέγγιση της κοινωνικής (συμβολικής) αλληλεπίδρασης, όπως ο Τζ. Μιντ (G.H. Mead, 1863-1931), αναφέρθηκαν ιδιαίτερα στις φάσεις ανάπτυξης του παιδιού και στις διεργασίες που τις συνοδεύουν.
Σχολή λειτουργισμού
ΚΕΦ 1ο
Ο λειτουργισμός (ή φονξιοναλισμός) είναι μια θεωρητική προσέγγιση στην οποία εντάσσονται έργα των κλασικών (Α. Κοντ, Χ. Σπένσερ, Ε. Ντυρκέμ) αλλά και έργα μεταγενέστερων Αμερικανών κοινωνιολόγων (Τ. Πάρσονς, Ρ. Μέρτον). Η σχολή αυτή ονομάστηκε «λειτουργισμός» (ή «φονξιοναλισμός») εξαιτίας της έμφασης που έδωσε στις λειτουργίες (functions) των θεσμών. Κυριάρχησε ουσιαστικά άνευ αντιπάλου κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα.
Οι λειτουργιστές ισχυρίζονται ότι, όπως το ανθρώπινο σώμα είναι ένα σύστημα που έχει ορισμένες ανάγκες (π.χ. τροφή) και αποτελείται από αλληλοσχετιζόμενα μέρη (π.χ. πεπτικό σύστημα) τα οποία λειτουργούν για να ικανοποιήσουν αυτές τις ανάγκες, έτσι και η κοινωνία πρέπει να έχει ορισμένα χαρακτηριστικά (προαπαιτούμενα) για να επιβιώσει. Για παράδειγμα, υποστηρίζουν ότι η κοινωνία πρέπει να είναι σε θέση να παίρνει από το περιβάλλον ό,τι της είναι απαραίτητο για να επιβιώσει (τρόφιμα, καύσιμα, πρώτες ύλες) και να αναπαραχθεί. Εξάλλου η κοινωνία χρειάζεται να διασφαλίσει τη λειτουργία της με έναν επαρκή αριθμό ατόμων, τα οποία να έχουν διαφορετικά συμφέροντα και δεξιότητες. Η λειτουργία της κοινωνίας είναι εφικτή, εφόσον τα άτομα ασκούν τους διαφορετικούς ρόλους τους.
Σε κάθε κοινωνία πρέπει να υπάρχει ένα επαρκές σύστημα επικοινωνίας και ένας κοινός πολιτισμικός κώδικας, ώστε τα άτομα να επικοινωνούν, αλλά και να βλέπουν τον κόσμο κατά τον ίδιο τρόπο. Για τους παραπάνω λόγους η κοινωνία οφείλει να κοινωνικοποιεί τα μέλη της και στη συνέχεια να ελέγχει αν έχουν εσωτερικεύσει τις κατάλληλες αξίες.
Από τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Πάρσονς (T. Parsons, 1902-1979) κυριάρχησε στην αγγλόφωνη κοινωνιολογία. Ο στοχασμός του περιστρέφεται γύρω από τη σχέση ατόμου-κοινωνίας. Κατά τον Ρ. Μέρτον (R. Merton, 1910-2003), η κοινωνική πραγματικότητα προσεγγίζεται με βάση τις ιδέες και τους κανόνες που ακολουθούν τα ίδια τα άτομα. Η κοινωνική ζωή είναι, σύμφωνα με τον Πάρσονς, ένα σύστημα, δηλαδή ένα πλέγμα διάφορων σχέσεων οι οποίες τείνουν προς τη σταθερότητα και την ισορροπία. Γι’ αυτό το λόγο η οργανωτική αρχή της θεωρίας του είναι η έννοια του συστήματος. Ο Μέρτον εξειδίκευσε ακόμη περισσότερο το λειτουργιστικό μοντέλο. Επισήμανε την ύπαρξη πολλών εναλλακτικών μορφών λειτουργιών, ιδίως σε οικουμενικούς θεσμούς όπως είναι, για παράδειγμα, η οικογένεια, η οποία διαφοροποιείται στις διάφορες κοινωνίες ως προς τη μορφή ή τις λειτουργίες της.
Το μοντέλο του λειτουργισμού χρησιμοποιήθηκε -και χρησιμοποιείται ακόμη- από την κοινωνιολογία, προκειμένου αυτή να μελετήσει και να ερμηνεύσει την κοινωνία, τους θεσμούς, τις λειτουργίες και τις δυσλειτουργίες τους.
ΚΕΦ 3ο
Οι κοινωνιολόγοι που υιοθετούν τη λειτουργιστική ή τη μαρξιστική προσέγγιση της κοινωνικοποίησης δεν συμπεριλαμβάνουν στην οπτική τους τις έμφυτες παρορμήσεις και τα ένστικτα του ατόμου. Αντίθετα, δίνουν έμφαση στην επίδραση που ασκεί το κοινωνικό περιβάλλον στην ανάπτυξη του ατόμου.
Η κοινωνικοποίηση λοιπόν, σύμφωνα με τους κοινωνιολόγους που υιοθετούν τη λειτουργιστική προσέγγιση, αποσκοπεί:
1) στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου,
2) στην αποδοχή των προτύπων συμπεριφοράς από όλα τα μέλη της κοινωνίας,
3) στην ένταξη των ατόμων στους κοινωνικούς θεσμούς και
4) στη διασφάλιση και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
Έτσι, οι λειτουργιστές εξηγούν την κοινωνικοποίηση ως μια διαδικασία που περιλαμβάνει τους τρόπους με τους οποίους η ομάδα (ή συνολικά η κοινωνία) εργάζεται από κοινού για τη δημιουργία σταθερών κοινωνικών σχέσεων.
ΚΕΦ 1ο
Μαρξιστική σχολή - σχολή των συγκρούσεων
Οι θεωρητικοί αυτής της σχολής ισχυρίζονται ότι οι συγκρούσεις στην κοινωνία είναι αναπόφευκτες λόγω της συνεχούς παραγωγής ανισοτήτων. Πηγή έμπνευσης των θεωρητικών αυτών ήταν ο Κ. Μαρξ, ο οποίος υποστήριξε ότι υπάρχει αμείωτος ανταγωνισμός μεταξύ της αστικής και της εργατικής τάξης. Ο ανταγωνισμός αυτός, χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. φέρνει σε αντιπαράθεση τους κατόχους των μέσων παραγωγής με τους προλετάριους, που στερούνται αυτά τα μέσα. Η αντιπαράθεση αυτή ή αλλιώς, πάλη των τάξεων, είναι, σύμφωνα με τον Μαρξ, ο μοχλός της ιστορίας.
Ο Μαρξ μελέτησε την εργασία και διατύπωσε την έννοια της υπεραξίας που παράγει ο εργαζόμενος.
Τι είναι η υπεραξία; Σύμφωνα με τον Μαρξ, οι μισθοί των εργατών δεν αντιστοιχούν στην πλήρη αξία των αγαθών που παράγουν. ένα μόνο μέρος του εργάσιμου χρόνου τους αντιστοιχεί στην παραγωγή αγαθών ίσης αξίας με τις δαπάνες των δικών τους αναγκών συντήρησης (ελάχιστος μισθός). Τα αγαθά που παράγουν τον υπόλοιπο εργάσιμο χρόνο τους αντιστοιχούν στην επιπλέον αξία, δηλαδή στην υπεραξία, την οποία ιδιοποιούνται οι καπιταλιστές με τη μορφή του κέρδους.
Εκπρόσωπος της σχολής αυτής είναι και ο Ρ. Ντάρεντορφ (γενν. το 1929), ο οποίος προσεγγίζει θεωρητικά εκτός από την έννοια της κοινωνικής τάξης, και αυτήν της κοινωνικής δύναμης. Οι συγκρούσεις στην κοινωνία δε σχετίζονται μόνο με την κατοχή του πλούτου, αλλά και με την κατοχή της κοινωνικής δύναμης ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες συμφερόντων. Οι κυρίαρχες ομάδες επιδιώκουν τη διατήρηση των δεδομένων σχέσεων, ενώ οι κυριαρχούμενες ομάδες επιδιώκουν την ανατροπή τους.
Όταν γίνεται ανακατανομή της εξουσίας, η σύγκρουση παύει να υφίσταται προσωρινά, για να επανέλθει, όταν επέλθει νέα ισορροπία στις σχέσεις εξουσίας. Έτσι, ο κύκλος των συγκρούσεων φαίνεται να είναι αέναος.
ΚΕΦ 3ο
Οι κοινωνιολόγοι που υιοθετούν τη λειτουργιστική ή τη μαρξιστική προσέγγιση της κοινωνικοποίησης δεν συμπεριλαμβάνουν στην οπτική τους τις έμφυτες παρορμήσεις και τα ένστικτα του ατόμου. Αντίθετα, δίνουν έμφαση στην επίδραση που ασκεί το κοινωνικό περιβάλλον στην ανάπτυξη του ατόμου.
Οι μαρξιστές προσεγγίζουν την κοινωνικοποίηση ως μια διαδικασία μέσω της οποίας διαιωνίζεται η τάξη πραγμάτων. Όταν οι άνθρωποι κοινωνικοποιούνται, αποδέχονται την οικογενειακή τους καταγωγή μέσω της εκμάθησης τωνκοινωνικών κανόνων που προσιδιάζουν στην κοινωνική τους τάξη.
Οι μαρξιστές θεωρούν ότι οι άνθρωποι μαθαίνουν να αποδέχονται την κοινωνική τους θέση, πριν ακόμα αποκτήσουν συνείδηση των οικονομικών σχέσεων κυριαρχίας. Μαθαίνουν δηλαδή από νεαρή ηλικία όλους τους κανόνες που διέπουν τη θέση τους και στη συνέχεια αποκτούν συνείδηση της κατάταξής τους στο κοινωνικό πλαίσιο ως κάτι το εντελώς φυσικό. Κατά συνέπεια η κοινωνικοποίηση συντηρεί τα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά προνόμια των κυρίαρχων τάξεων μέσω δομών όπως, για παράδειγμα, η εκπαίδευση, η οποία αναπαράγει τις κοινωνικές θέσεις.
ΚΕΦ 9ο
Οι θεωρίες της σύγκρουσης - και εννοούμε και τις τρεις υποκατηγορίες: συμβολική αλληλεπίδραση, μαρξιστική θεωρία, κριτική θεωρία- οριοθετούν το έγκλημα ως μια πράξη η οποία αμφισβητεί τις αξίες της κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας, αμφισβητεί την κυρίαρχη ηθική. Επομένως εγκληματίας είναι εκείνος που παραβαίνει τον κώδικα αξιών της κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας.
Η μαρξιστική και η κριτική θεωρία της σύγκρουσης, οι οποίες υποστηρίχτηκαν από αρκετούς εγκληματολόγους στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, υπογραμμίζουν το ρόλο των οικονομικών και των πολιτικών παραγόντων στον προσδιορισμό και την «παραγωγή» του εγκλήματος και της παραβατικής συμπεριφοράς.
Οι θεωρίες αυτές επικεντρώνονται περισσότερο στα εγκλήματα των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων (π.χ. «του λευκού κολάρου και λιγότερο στα εγκλήματα των κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ασθενέστερων τάξεων.
Η διαφορά μεταξύ της μαρξιστικής και της μη μαρξιστικής κριτικής προσέγγισης της εγκληματικότητας είναι η εξής: η μαρξιστική θεωρία, που αναπτύχτηκε πρώτα, προϋποθέτει ότι ο οικονομικός παράγοντας διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στην εγκληματικότητα και ότι ο τρόπος με τον οποίο η καπιταλιστική τάξη χειρίζεται τα θέματα της αποκλίνουσας συμπεριφοράς αποσκοπεί στη συνέχιση της κατοχής από αυτήν των μέσων παραγωγής. Αντίθετα, η κριτική θεωρητική προσέγγιση της εγκληματολογίας δεν περιορίζεται μόνο στην οικονομική ισχύ της κυρίαρχης τάξης, αλλά υπογραμμίζει και τη σημασία της πολιτικής εξουσίας ως παράγοντα καθορισμού του Ποινικού Δικαίου και των εγκληματικών πράξεων.
ΚΕΦ 7ο
H μαρξιστική οπτική θεωρεί ότι τόσο η ελιτίστικη όσο και η πλουραλιστική άποψη συγκαλύπτουν την πραγματικότητα ή ενισχύουν την αυταπάτη της ύπαρξης αυτόνομου πολιτικού. Ο Μαρξ ισχυρίστηκε ότι το κράτος υπηρετεί τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και χάρη στους θεσμικούς μηχανισμούς καταστολής που διαθέτει μπορεί να ασκεί την εξουσία του στα εργατικά στρώματα. Οι κυριότεροι μηχανισμοί καταστολής που χρησιμοποιεί το κράτος είναι η αστυνομία, ο στρατός, τα δικαστήρια, οι φυλακές.
Οι μεταγενέστεροι, με επικεφαλής τον Λ. Αλτουσέρ (L. Althusser, 1918-1990), επηρεασμένοι από τη σκέψη του Μαρξ προσέθεσαν στους μηχανισμούς καταστολής και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς με τους οποίους το κράτος αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί, είτε δημόσιοι είτε ιδιωτικοί, λειτουργούν με βάση την πειθώ και την προπαγάνδα. Σ’ αυτούς τους μηχανισμούς κατατάσσουν οι μαρξιστές το σχολείο, την οικογένεια, την κοινωνική ασφάλεια, τον έλεγχο των ανηλίκων παραβατών κ.ά. Ο πολιτικός ιδεολογικός μηχανισμός υπηρετείται από τα διάφορα κόμματα, ενώ ο ιδεολογικός μηχανισμός πληροφόρησης του κοινού από τον τύπο, το ραδιόφωνο, την τηλεόραση κτλ. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους επιτρέπουν την αναπαραγωγή των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων και δημιουργήθηκαν, σύμφωνα με τον Λ. Αλτουσέρ, επειδή οι μηχανισμοί καταστολής δεν αρκούν για να διασφαλίσουν την ηγεμονία της κυρίαρχης τάξης.
ΚΕΦ 10ο
Σύμφωνα με τη θεωρία της σύγκρουσης, η προκατάληψη ενδυναμώνει τον κοινωνικο-οικονομικό αποκλεισμό των ομάδων που μειονεκτούν, ιδίως σε περιόδους οικονομικής ύφεσης και οικονομικού ανταγωνισμού. Έτσι, για παράδειγμα, η προκατάληψη έναντι του οικο-νομικού μετανάστη εντείνεται σε περιόδους οικονομικής κρίσης και αύξησης της ανεργίας, κατά τις οποίες κρίνεται «ανεπιθύμητος» γιατί υποτίθεται ότι «παίρνει τις δουλειές» από τους ντόπιους εργαζόμενους.
Η έννοια της συμβολικής αλληλεπίδρασης βρίσκεται επίσης στο επίκεντρο της σχολής της κοινωνικής κατασκευής (ή σχολής του κονστρουκτιβισμού).
Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, η κοινωνική ζωή είναι ένα ρευστό και διαρκώς «επαναδιαπραγματευόμενο» σύνολο από κοινωνικές πρακτικές, βρίσκεται δηλαδή σε συνεχή αναδιαμόρφωση μέσω των τρόπων αμοιβαίας κατανόησης και δράσης των ατόμων.
Τα άτομα μοιράζονται τρόπους σκέψης, ιδέες, αξίες και έννοιες, καθώς αλληλεπιδρούν. Έτσι, «κατασκευάζουν» «κοινωνικούς κόσμους», δηλαδή δίνουν ευρύτερο νόημα στις άμεσες εμπειρίες της καθημερινής ζωής.
Οι κοινές πρακτικές, τα νοήματα και η γλώσσα που μοιράζονται τα άτομα μεταξύ τους συνιστούν τους μηχανισμούς μέσω των οποίων η κοινωνική ζωή διαμορφώνεται σε συνεκτικό σύνολο.
Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι μέσα από τις κοινωνικές τους σχέσεις «κατασκευάζουν» την καθημερινή πραγματικότητα και την αντιλαμβάνονται ως δεδομένη, νομιμοποιημένη και «φυσική».
Η συνεχής αυτή αναδιαμόρφωση της πραγματικότητας μας επιτρέπει να συλλάβουμε αφενός τους κοινωνικούς θεσμούς ως τους επαναλαμβανόμενους και παγιωμένους τρόπους αμοιβαίων πρακτικών και αμοιβαίας (διυποκειμενικής) κατανόησης και συμπεριφοράς, και αφετέρου την κοινωνία ως μια πολιτισμική και συμβολική «κατασκευή» (Berger & Luckmann, 1967).
ΚΕΦ 2ο
Θεωρία εξάρτησης
Άλλοτε πάλι η ανάπτυξη των κοινωνιών ταυτίζεται με την ενσωμάτωσή τους στη διεθνή αγορά και τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Οι θεμελιωτές της άποψης αυτής, που έγινε γνωστή ως θεωρία της εξάρτησης, υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη του καπιταλιστικού δυτικού κόσμου και η υπανάπτυξη του Τρίτου Κόσμου πρέπει να εξετάζονται από κοινού.
Με άλλα λόγια, οι χώρες του Τρίτου Κόσμου δεν μπόρεσαν να αναπτυχθούν αυτόνομα, επειδή προσδέθηκαν στο άρμα του καπιταλισμού με σχέση εξάρτησης. Έτσι, οι δυτικές χώρες εξελίχθηκαν σε καπιταλιστικές δυνάμεις όχι μόνο μέσα από την ιδιοποίηση της υπεραξίας των δικών τους εργατών, αλλά και μέσα από την ιδιοποίηση και εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των φθηνών εργατικών χεριών των χωρών του Τρίτου Kόσμου. Με αυτό τον τρόπο έχει δημιουργηθεί ένα σύστημα στο οποίο οι αναπτυγμένες χώρες (Η.Π.Α., Ιαπωνία) λειτουργούν ως μια παγκόσμια καπιταλιστική τάξη (η οποία αναφέρεται ως «μητρόπολη», «κέντρο» ή «πυρήνας»), ενώ οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες (οι οποίες αναφέρονται ως «περιφέρεια») παίζουν το ρόλο της εργατικής τάξης που υφίσταται την εκμετάλλευση σε διεθνές επίπεδο.
ΚΕΦ 2ο
Θεωρίες εκσυγχρονισμού
Οι θεωρίες αυτές, που ονομάζονται θεωρίες του εκσυγχρονισμού, αναφέρουν ότι η επίσημη εκπαίδευση έχει μια αιτιώδη σχέση με την οικονομική ανάπτυξη. Οι υποστηρικτές των θεωριών αυτών δηλαδή διατείνονται ότι η ποιότητα της εκπαίδευσης και των ανθρώπινων πόρων και ο προσανατολισμός σε δυτικές αξίες μπορούν να συμβάλουν στην οικονομική ανάπτυξη.
ΚΕΦ 10
Ρατσιστική θεωρία
Η θεωρία στην οποία στηρίζεται ο ρατσισμός είναι η διάκριση των φυλών σε ανώτερες και κατώτερες. Η ιδέα της φυλής εμφανίστηκε στην Ευρώπη στις αρχές του 16ου αιώνα με την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου.
Οι αποικιοκράτες καλλιέργησαν την ιδέα ότι οι ιθαγενείς είναι κατώτερα όντα, διότι αυτό νομιμοποιούσε την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου των αποικιών και την υποδούλωση των κατοίκων τους. Με το ίδιο σκεπτικό έγινε η υποδούλωση και η μεταφορά των μαύρων από την Αφρική στις νότιες πολιτείες των Η.Π.Α.
Κοινό σημείο των φυλετικών θεωριών είναι ότι προσδίδουν κοινωνική σημασία σε ορισμένα βιολογικά χαρακτηριστικά των ανθρώπινων ομάδων τα οποία θεωρούν ως αποδεικτικό στοιχείο για την κατάταξή τους σε ανώτερες ή κατώτερες φυλές.
Έτσι ο στόχος του ρατσισμού είναι να στηρίξει σχέσεις ανισότητας και εκμετάλλευσης (π.χ. ο Χίτλερ, αν και θεωρούσε τους Ασιάτες κατώτερους, εξαιρούσε τους Ιάπωνες, επειδή τους χρειαζόταν ως συμμάχους στον πόλεμο!).
ΚΕΦ 3ο
Θεωρία ρόλων
Οι ρόλοι που καλούνται να αναλάβουν τα άτομα καθ’όλη τη διάρκεια της ζωής τους διαφοροποιούνται από μια κοινωνία σε μια άλλη, όπως είναι φυσικό, επιπλέον όμως κάθε άτομο «παίζει», «ερμηνεύει» το ρόλο του με ένα δικό του τρόπο.
Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Γκόφμαν, οι διάφοροι κοινωνικοί ρόλοι, όπως και οι προσδοκίες που έχουν οι άλλοι από τη συμπεριφορά μας σε συγκεκριμένες συνθήκες, μοιάζουν με σενάρια τα οποία καλούμαστε να ερμηνεύσουμε (γι’αυτό και πολλοί κοινωνιολόγοι, όταν μιλούν για κοινωνικούς ρόλους, χρησιμοποιούν ταυτόσημες έννοιες με αυτές της υποκριτικής και της ηθοποιίας).
Υποδυόμαστε επομένως αυτούς τους ρόλους και διεκπεραιώνουμε την ερμηνεία τους σύμφωνα με την κοινωνική εκπαίδευση που έχουμε λάβει, αλλά και σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο διαδραματίζονται οι κοινωνικές σχέσεις. Είναι αυτονόητο ότι μέσα από την ανάληψη των νέων ρόλων πραγματοποιείται σταδιακά η εκμάθηση των νέων υποχρεώσεων και η επίγνωση των νέων δικαιωμάτων που σχετίζονται με τους ρόλους αυτούς.
Για το λόγο αυτό οι κοινωνιολόγοι -σε αντίθεση με την κλασική ψυχαναλυτική προσέγγιση, που θεωρούσε ότι ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά των ανθρώπων διαμορφώνονται στην παιδική ηλικία- ισχυρίζονται ότι η κοινωνικοποίηση είναι μια συνεχής, αδιάλειπτη και ανοικτή διαδικασία, η οποία ξεκινά από τη γέννηση του ατόμου και συνεχίζεται σε ολόκληρη την πορεία της ζωής του. Οι απαιτήσεις των ρόλων στα μεταγενέστερα στάδια της ζωής του ανθρώπου και οι αντίστοιχες επιλογές του μπορούν σε κάποιες περιπτώσεις να ανατρέψουν προγενέστερες συμπεριφορές.
Η κριτική που ασκείται συνήθως στις θεωρίες των ρόλων αναφέρεται στο ότι δε λαμβάνονται υπόψη τα προσωπικά χαρακτηριστικά κάθε ατόμου, οι σχέσεις εξουσίας που συνδέουν το σύστημα των ρόλων, η συμβολή των κοινωνικών κινημάτων στη μεταβολή των κοινωνιών. Θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, να πούμε ότι εξαιτίας των κοινωνικών κινημάτων που αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α. κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα το περιεχόμενο των ρόλων του άνδρα και της γυναίκας άλλαξε ριζικά.
ΚΕΦ 6ο
Θεωρία ανθρώπινων σχέσεων
Οι κοινωνικοί επιστήμονες της δεκαετίας του 1930 άσκησαν κριτική στον τεϊλορισμό, αφού η ανία και η επανάληψη των κινήσεων απομόνωσαν τον εργαζόμενο και καθιστούσαν τον ίδιο ένα εξάρτημα της μηχανής (αλλοτρίωση) και την εργασία του μονότονη.
Ισχυρίστηκαν, όπως ο Ε. Μάγιο (Ε. Mayo, 1880-1949), ο οποίος πραγματοποίησε πειράματα σε ομάδες εργαζομένων, ότι η αύξηση της παραγωγικότητας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με την εντατικοποίηση και την επανάληψη των κινήσεων αλλά με τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Συγκεκριμένα, τα πειράματα του Μάγιο έδειξαν ότι η βελτίωση της παραγωγικότητας πραγματοποιείται όταν οι εργαζόμενοι έχουν την αίσθηση ότι ανήκουν σε μια ομάδα, όταν υπάρχουν καλές σχέσεις μεταξύ των μελών της ομάδας, όταν αισθάνονται ότι η γνώμη και τα συναισθήματά τους έχουν αξία για την επιχείρηση.
Οι έρευνες του Μάγιο σηματοδότησαν την απαρχή του θεωρητικού μοντέλου των «ανθρώπινων σχέσεων» στο εργασιακό περιβάλλον. Με αφορμή το πείραμα του Μάγιο ξεκίνησε μια δριμεία κριτική στο τεϊλορικό-φορντικό σύστημα οργάνωσης της εργασίας και της παραγωγής, με κύριο άξονα τον αποκλεισμό από την εργασιακή διαδικασία των δημιουργικών ικανοτήτων του ατόμου, όπως είναι η φαντασία, η συνθετική ικανότητα, η κριτική σκέψη, το πνεύμα συνεργασίας.
ΚΕΦ 6
Επιστημονική θεωρία παραγωγής
Ο καπιταλισμός υπήρξε από την αρχή ένα γιγάντιο εργαστήριο πειραματισμού για την αύξηση της παραγωγικότητας. Ερευνητές (μηχανικοί της εποχής) όπως ο Τέιλορ προσπάθησαν να κάνουν τις ομάδες των εργαζομένων να δουλέψουν όσο γίνεται πιο γρήγορα και πιο αποδοτικά, με αποτέλεσμα να επινοηθούν διαφορετικές κατά καιρούς τεχνικές οργάνωσης της εργασίας.
Ο Τέιλορ (F.W Taylor, 1856-1915) προτείνει την ορθολογικοποίηση των εργασιών στα εργοστάσια της Αμε- ρικής, κατανέμοντας την εργασία:
• οριζόντια, έτσι ώστε κάθε εργάτης να εκτελεί μέ- ρος της συνολικής εργασίας,
• κάθετα, έτσι ώστε να διαχωρίζεται η σύλληψη
της οργάνωσης της εργασίας από την εκτέλεσή της.
Επειδή οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να κάνουν οι ίδιοι την επιστημονική ανάλυση της εργασίας τους, το συ- γκεκριμένο έργο ανατίθεται στους ειδικούς. Έτσι, οι εργάτες γίνονται πιο αποτελεσματικοί αφού μπορούν να περιοριστούν στην επανάληψη μερικών απλών κινήσεων. Στον Τέιλορ ανήκει η φράση «ο σωστός άνθρωπος στη σωστή θέση».
Ο Φορντ (Η. Ford, 1863-1947) ακολουθώντας τα βή- ματα του Τέιλορ, προσθέτει στην οργάνωση της ερ- γασίας το σύστημα της σειράς συναρμολόγησης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο εργαζόμενος εκτελεί μια μηχανο- ποιημένη εργασία. Δεν είναι δηλαδή οι εργάτες που μετακινούνται στο χώρο δουλειάς εκτελώντας συγκεκριμένες εργασίες, αλλά τα κομμάτια που πρόκειται να συναρμολογηθούν τα οποία μεταφέρονται μπροστά στον εργαζόμενο.
Οι εφαρμογές του τεϊλορικού και στη συνέχεια του φορντικού συστήματος οργάνωσης της εργασίας επέτρεψαν:
• τη μείωση του μη ωφέλιμου εργάσιμου χρόνου (π.χ. του χρόνου που ξοδεύεται για συνομιλίες μεταξύ των εργαζομένων),
• τη μείωση του χειρωνακτικού προσωπικού,
• την αύξηση του ρυθμού εργασίας,
• τη μαζική παραγωγή αγαθών (όπως το αυτοκίνητο
Ford-T του 1908, χωρίς διαφοροποιήσεις στη μορφή ή το χρώμα),
• τη δυνατότητα μαζικής ενσωμάτωσης στο εργατι- κό δυναμικό των μη καταρτισμένων μεταναστών, που ήταν Ευρωπαίοι αγροτικής καταγωγής, συχνά αναλφά- βητοι,
• τη μηχανοποίηση των εργοστασίων.
Οι κοινωνικοί επιστήμονες της δεκαετίας του 1930 άσκησαν κριτική στον τεϊλορισμό, αφού η ανία και η επανάληψη των κινήσεων απομόνωσαν τον εργαζόμενο και καθιστούσαν τον ίδιο ένα εξάρτημα της μηχανής (αλλοτρίωση) και την εργασία του μονότονη.
ΚΕΦ 7
Θεωρία των Ελίτ
Βασικοί εκπρόσωποι αυτής της θέσης θεωρούνται ο Β. Παρέτο, ο Ρ. Μίκελς, ο Τσ.Ρ. Μιλς. Σύμφωνα με τον Β. Παρέτο, ελίτ είναι οι πρώτοι, οι διαλεχτοί, οι άριστοι μιας κατηγορίας προσώπων. Ειδικότερα, και σύμφωνα με τον Τσ.Ρ. Μιλς, που πρωτοστάτησε στην ανάπτυξη του σχετικού μοντέλου, η πολιτική ελίτ αποτελείται από την ηγετική ομάδα που εμφανίζεται ως κύριος φορέας άσκησης της πολιτικής εξουσίας και περιλαμβάνει όχι μόνο αυτούς που παίρνουν τις πολιτικές αποφάσεις, αλλά και αυτούς που ασκούν αντιπολίτευση και εκφράζουν κατεστημένα συμφέροντα.
Η οικονομική ελίτ αποτελείται κυρίως από διευθυντές μεγάλων επιχειρήσεων, μεγαλομετόχους και υψηλόβαθμα στελέχη των εργοδοτικών οργανώσεων. Αυτή η ελίτ λειτουργεί ως ομάδα πίεσης απέναντι στην πολιτική ελίτ με στόχο την υπεράσπιση των συμφερόντων της, ενώ, στην περίπτωση που νιώσει ότι τα συμφέροντά της απειλούνται, μπορεί να φτάσει μέχρι και στην ανατροπή της κυβέρνησης.
Τέλος, η στρατιωτική ελίτ αποτελείται από τα ανώτερα στελέχη των ένοπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας και της αστυνομίας. Ο ρόλος τους είναι τόσο σημαντικός, που εντάσσεται στις γραμμές της ιθύνουσας ελίτ.
Οι ηγέτες των τριών αυτών ελίτ επικοινωνούν μεταξύ τους και αλληλοδιαπλέκονται, καθώς τα συμφέροντά τους είναι ταυτόσημα, πράγμα που οδηγεί σε μια μη εκλεγμένη ολιγαρχία (με εξαίρεση την πολιτική ελίτ), η οποία λαμβάνει όλες τις πολιτικές αποφάσεις και κατευθύνει το εθνικό πεπρωμένο.
Το μοντέλο των ελίτ αφορά κυρίως την αμερικανική κοινωνία και δείχνει την καθολική κυριαρχία του οικονομικού παράγοντα πάνω στον πολιτικό. Αυτή η κυριαρχία μετασχηματίζει την πολιτική σε διαχείριση τεχνοδιοικητικής φύσεως, με ό,τι αυτό σημαίνει για την πλειονότητα των πολιτών. Οι τεχνοκράτες είναι σύμβουλοι σε κυβερνητικά γραφεία που προτείνουν την επίλυση διάφορων κοινωνικών προβλημάτων με βάση οικονομικά δεδομένα, παραγνωρίζοντας έτσι τις κοινωνικές ανάγκες και τις σοβαρές επιπτώσεις αυτής της πρακτικής στη ζωή των πολιτών. Ως εκ τούτου, με το συγκεκριμένο μοντέλο δεν εκφράζεται η λαϊκή βούληση, ενώ μεθοδεύεται η πρόσβαση οργανωμένων συμφερόντων και ισχυρών οικονομικών παραγόντων στην κυβέρνηση, είτε άμεσα είτε έμμεσα (όπως π.χ. μέσω της διαπλοκής και της σύμπλευσης του στρατιωτικού μηχανισμού με τη βιομηχανία όπλων και της από κοινού διαμόρφωσης αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής).
ΚΕΦ 7
Πλουραλιστικό μοντέλο
Οι σύγχρονες κοινωνίες διακρίνονται από κάθε είδους συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα σ’ αυτές και από τους διαφορετικούς τρόπους ζωής γύρω από τους οποίους οι πολίτες οργανώνουν τα συμφέροντά τους.
Πολλά κινήματα, κόμματα και διάφορες ενώσεις ανταγωνίζονται μεταξύ τους για το ποιος θα έχει τη μεγαλύτερη επιρροή στην κοινωνία.
Σύμφωνα με το πλουραλιστικό μοντέλο οι πολιτικές αποφάσεις είναι αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων και συμβιβασμών ανάμεσα σε αυτές τις διαφορετικές ενώσεις και ομάδες συμφερόντων. Καμία από αυτές τις ομάδες δε φαίνεται να κρατά στα χέρια της όλη τη δύναμη, η οποία μάλλον διαχέεται σε ολόκληρη την κοινωνία. Οι θεωρητικοί του πλουραλιστικού μοντέλου (όπως ο Ρ. Νταλ, ο Ρ. Αρόν και ο Τζ. Γκαλμπρέιθ) ισχυρίζονται ότι η δύναμη διαχέεται σε διάφορους τομείς, δηλαδή στον πνευματικό, το στρατιωτικό, τον οικονομικό, τον πολιτικό και το διοικητικό τομέα. Οι ελίτ των τομέων αυτών είτε συνεργάζονται μεταξύ τους είτε ανταγωνίζεται ο ένας τον άλλον, εκφράζουν αιτήματα και πιέσεις της κοινωνικής βάσης. Κάθε ελίτ έχει τη δυνατότητα να ασκήσει βέτο και να ανατρέψει τις αποφάσεις των άλλων. Έτσι η εξουσία δεν ασκείται μόνο από μια διευθυντική τάξη αλλά και από τις ελίτ των διαφόρων τομέων, όπως είναι οι διανοούμενοι, οι συγγραφείς και οι επιστήμονες, οι αρχηγοί του στρατού και της αστυνομίας, οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, οι ηγέτες των εργατικών συνδικάτων και των πολιτικών κομμάτων, οι ανώτατοι υπάλληλοι στη διοικητική εξουσία.
Στα πλουραλιστικά πολιτικά συστήματα οι έχοντες εξουσία χαλιναγωγούνται από τους νόμους, ελέγχονται θεσμικά από το κράτος, ενώ φαίνεται ότι οι διάφορες ομάδες συμφερόντων απολαμβάνουν ένα υψηλό ποσοστό αυτονομίας.
ΚΕΦ 7ο
Θεωρίες περί έθνους
Δύο είναι οι διαφορετικές ιδέες περί έθνους που έχουμε κληρονομήσει: η μία προέρχεται από τη Γαλλική Επανάσταση και σύμφωνα με αυτήν το έθνος ταυτίζεται με το λαό, που ορίζεται ως μια ελεύθερη ένωση με κοινά πολιτικά δικαιώματα όλων όσοι διαμένουν στην εδαφική περιοχή που συγκροτεί το κράτος, ανεξαρτήτως θρησκείας, καταγωγής ή ακόμη και γλώσσας, δηλαδή το έθνος συμπεριλαμβάνει τις μειονότητες.
Η άλλη ιδέα περί έθνους προέρχεται από το κίνημα του Ρομαντισμού (Γερμανία) και σύμφωνα με αυτήν το έθνος ταυτίζεται με το κοινό παρελθόν, την ιστορία και την κοινή παράδοση που συνδέει τα μέλη μιας κοινότητας. Η ιδιότητα του πολίτη στο πλαίσιο αυτής της κοινότητας σφυρηλατείται μέσα από την κοινή καταγωγή και την ιστορία.
ΚΕΦ 9ο
Σχολή του Σικάγο
(κοινωνική οικολογία)
Κοινωνική οικολογία: Με αφετηρία την οικολογική προσέγγιση της κοινωνιολογικής σχολής του Σικάγου εμφανίστηκε, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, μια θεωρία σύμφωνα με την οποία η χωροθέτηση των διάφορων οικισμών, βιομηχανιών, επιχειρήσεων κτλ. και η κατανομή των κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων σε γειτονιές διαφορετικών τύπων μπορούν να διευθετηθούν με βάση τις αρχές της οικολογίας, όπως συμβαίνει και στο φυσικό κόσμο.
Όπως δηλαδή οι οργανισμοί κατανέμονται κατά συστηματικό τρόπο στο χώρο, ώστε να επιτυγχάνεται η ισορροπία μεταξύ των ειδών, έτσι και μια χωροταξική κατανομή των ανθρώπινων δραστηριοτήτων σε μια πόλη μπορεί να έχει ευεργετικά για την κοινωνική συνοχή αποτελέσματα.
Επομένως η αποκλίνουσα συμπεριφορά ενός ατόμου συνδέεται με το περιβάλλον στο οποίο ζει, και όταν αυτό το περιβάλλον δε διακρίνεται από ισορροπία, προκαλείται κοινωνική αποδιοργάνωση. Μια πιθανή λύση στο πρόβλημα της παρέκκλισης θα μπορούσε να είναι, σύμφωνα με αυτή την οπτική, η αναβάθμιση των αποδιοργανωμένων περιοχών μέσω οικιστικών ή άλλων περιβαλλοντικών παρεμβάσεων (σε δρόμους, σπίτια, πάρκα κ.ά.).
ΚΕΦ 9ο
Θεωρία κοινωνικού χαρακτηρισμού
(στίγμα - ετικέτα)
Ειδικότερα στο πλαίσιο της σχολής της συμβολικής αλληλεπίδρασης, η έννοια του χαρακτηρισμού ή της ετικέτας αποτελεί μία από τις σημαντικότερες συνεισφορές στη θεωρητική προσέγγιση της απόκλισης.
Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, δίπλα στην πρωτογενή παρέκκλιση, δηλαδή στην αρχική πράξη της παράβασης (π.χ. καταστροφή ξένης περιουσίας), υπάρχει και η δευτερογενής παρέκκλιση, η οποία είναι αποτέλεσμα αφενός του χαρακτηρισμού της αρχικής πράξης από τα όργανα κοινωνικού ελέγχου (π.χ. την αστυνομία) ως παραβατικής και αφετέρου της αντίδρασης του δράστη στο χαρακτηρισμό. Οι χαρακτηρισμοί και οι ετικέτες επιβάλλονται συνήθως από τις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες και τους φορείς κοινωνικού ελέγχου, που τις αντιπροσωπεύουν, σε μέλη ανίσχυρων κοινωνικών ομάδων (π.χ. φτωχούς, αναλφάβητους, μειονότητες). Μετά το χαρακτηρισμό δημιουργείται μια κατάσταση πόλωσης μεταξύ αυτών που χαρακτηρίζουν και των χαρακτηρισμένων, η οποία μπορεί να οδηγήσει τους δεύτερους στην αποδοχή του χαρακτηρισμού και στη διάπραξη εγκλήματος (δευτερογενής παρέκκλιση). Ωστόσο, η θεωρία της ετικέτας δεν εξηγεί τους λόγους της πρωτογενούς παρέκκλισης.
ΚΕΦ 9
Σχολή φυσικού δικαίου
Το ερώτημα όμως που προκύπτει είναι πώς παράγεται αυτός ο αρνητικός χαρακτηρισμός μιας συμπεριφοράς ως αντικοινωνικής και εγκληματικής.
Σύμφωνα με τη σχολή του φυσικού δικαίου, υπάρχουν μερικοί νόμοι «αιώνιοι» και «άγραφοι», οι οποίοι ίσχυαν ανέκαθεν, δηλαδή πριν τους καθιερώσει κάποιος νομοθέτης. Πρόκειται για νόμους που καταδικάζουν συμπεριφορές οι οποίες προκαλούν αρνητικές κρίσεις και καταδικάζονται από όλες τις κοινωνίες σε όλη την ιστορία του ανθρώπινου γένους (όπως για παράδειγμα η αφαίρεση της ανθρώπινης ζωής).
Σ’ αυτή την περίπτωση όμως δεν εξηγείται το πώς, κατά την εξέλιξη μιας κοινωνίας, η έννοια του εγκλήματος μεταβάλλεται και εξελίσσεται μαζί της. Δεν εξηγείται δηλαδή με ποιον τρόπο κάποιες συμπεριφορές μπορεί να ορίζονται ως έγκλημα μια δεδομένη ιστορική περίοδο και μετά από ένα χρονικό διάστημα να αποποινικοποιούνται και να μην αποτελούν εγκληματικές πράξεις. Τέτοια παραδείγματα έχουμε τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα, όπως συμβαίνει με την αποποινικοποίηση της μοιχείας (με την αλλαγή του Οικογενειακού Δικαίου το 1983), αλλά και πολύ πρόσφατα με την ποινικοποίηση της αντιγραφής προγραμμάτων λογισμικού για τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
ΚΕΦ 9
Γαλλοβελγική - Ιταλική σχολή
Η εγκληματικότητα έχει αποτελέσει αντικείμενο συστηματικού προβληματισμού για στοχαστές και επιστήμονες από τις αρχές του 19ου αιώνα. Αξίζει να αναφέρουμε συνοπτικά:
(α) τη γαλλοβελγική σχολή (1825) (Α. Quetelet, Μ. Guerry), που προσπάθησε να χαρτογραφήσει την εγκληματικότητα κατά χώρα και γεωγραφική περιοχή και να τη συνδέσει με περιβαλλοντικούς και κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες, και
(β) την ιταλική σχολή (1876) (C. Lombroso), που επικεντρώθηκε στα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων και είδε τους εγκληματίες ως ένα προγενέστερο στάδιο στη βιολογική εξέλιξη του ανθρώπου. Κατά τον 20ό αιώνα αναπτύχθηκαν διάφορες θεωρίες που συνέδεσαν την εγκληματικότητα με γενετικές, ψυχικές και διανοητικές διαταραχές και ανωμαλίες. Αν και οι έρευνες συνεχίζονται, οι θεωρίες αυτές δεν έχουν τύχει ευρύτερης τεκμηρίωσης.
ΚΕΦ 9
Θεωρία της ανομίας
Ο Ντυρκέμ προσπάθησε να αναλύσει κοινωνιολογικά την εμφάνιση της αποκλίνουσας συμπεριφοράς στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες.
Χρησιμοποιώντας την έννοια της ανομίας εξήγησε για ποιο λόγο στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου επικρατεί η οργανική αλληλεγγύη και υπάρχει υψηλός βαθμός καταμερισμού της εργασίας, μπορεί να εμφανιστεί το έγκλημα. Για τον Ντυρκέμ, για να λειτουργήσει μια τέτοια κοινωνία συνεκτικά, θα πρέπει η συλλογική συνείδηση να καθορίζει το σύνολο των λειτουργιών και των ρόλων. Όταν όμως δεν επικρατεί η συλλογική συνείδηση, υπάρχει ανομία και πιθανόν έγκλημα, που είναι μια παθολογική κατάσταση η οποία εγείρει αντιδράσεις από το κοινωνικό σύνολο. Επομένως, σύμφωνα με τον Ντυρκέμ, η ανομία είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο και ως τέτοιο πρέπει να μελετάται. Εξάλλου οι ταχύτατες αλλαγές που συμβαίνουν στο σύγχρονο κόσμο οδηγούν συχνά στην ανομία.
Ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Μέρτον, διατύπωσε τη δική του θεωρία για την απόκλιση, βασιζόμενος στην κλασική έννοια της ανομίας που εισήγαγε ο Ντυρκέμ, στην οποία σημαντική θέση κατέχουν οι όροι «σκοπός» και «μέσα» για την επίτευξη των στόχων, ώστε να συμπεριλάβει και την ένταση που προκαλείται στη συμπε- ριφορά του ατόμου, όταν οι κανόνες συγκρούονται με την κοινωνική πραγματικότητα (ανομία).
Για παράδειγμα, στη σύγχρονη κοινωνία ο γενικά αποδεκτός σκοπός είναι η υλική επιτυχία, ενώ τα μέσα προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός είναι η αυτοπειθαρχία, η μόρφωση και η σκληρή δουλειά. Κάποια άτομα όμως επιδιώκουν την επίτευξη των σκοπών τους με άλλα μέσα, κάποιες φορές αντισυμβατικά, ή αμφισβητούν τους σκοπούς και τα αποδεκτά μέσα επίτευξής τους.
Η ανομία αυξάνεται όταν υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ των θεμιτών σκοπών και των μέσων για την επίτευξή τους.
Ο Μέρτον διακρίνει πέντε τύπους συμπεριφοράς με βάση το συνδυασμό σκοπών και μέσων:
τη συμμόρφωση,
την καινοτομία,
την τυπολατρία,
τον αναχωρητισμό
και την επανάσταση.
συμβολική αλληλεπίδραση
λειτουργισμός
Μαρξιστική σχολή
κοινωνική κατασκευή
θεωρία εξάρτησης
θεωρία εκσυγχρονισμού
ρατσιστική θεωρία
θεωρία ρόλων
ανθρώπινων σχέσεων
επιστημονική θεωρία
θεωρία ελίτ
πλουραλιστικό μοντέλο
περί έθνους
σχολή Σικάγο
θεωρία ετικέτας
φυσικού δικαίου
Γαλλοβελγική σχολή
ανομία
x
Μαξ Βέμπερ
Ευρετήριο
Κεφάλαιο 1: εξορθολογισμός, σελ. 20
κοινωνική δράση του ατόμου, σελ. 20
ιδεατός τύπος, σελ. 20
γραφειοκρατία, σελ. 20
Κεφάλαιο 3: θρησκεία, σελ. 20, 61
Κεφάλαιο 6: εργασία, προτεσταντισμός, σελ. 110
κοινωνική διαστρωμάτωση, δύναμη σελ. 119
κοινωνική τάξη, σελ. 119
Κεφάλαιο 7: δύναμη κι εξουσία, σελ. 134
πολιτική: ανταγωνισμός, επιβολή, αγώνας, σελ. 134-135
μορφές εξουσίας: παραδοσιακή, χαρισματική, ορθολογική, σελ. 135-137
ΚΕΦ 1ο
Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Βέμπερ ασχολήθηκε με πολλά κοινωνικά ζητήματα όπως, για παράδειγμα, με τις έννοιες της δύναμης και της εξουσίας, με τις θρησκείες ανά τον κόσμο, με τη βαθύτερη φύση των κοινωνικών τάξεων, καθώς και με την ανάπτυξη της γραφειοκρατίας ως κοινωνικού φαινομένου. Χάρη στην ποιότητα της σκέψης και του έργου του, αλλά και της ποικιλίας των ενδιαφερόντων του, ο Βέμπερ είχε καθοριστική επιρροή στην ανάπτυξη της κοινωνιολογίας.
Θεώρησε τον εξορθολογισμό ως ένα κλειδί που μας επιτρέπει να δούμε τη μετάβαση από την προβιομηχανική στην καπιταλιστική βιομηχανική κοινωνία. Ο ορθολογισμός είναι αυτός που δίνει έμφαση στη λογική και τον προγραμματισμό. Το σύστημα εξορθολογισμού είναι απρόσωπο, λειτουργεί στο πλαίσιο τυπικών κανόνων και απετέλεσε το κύριο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού και του δυτικού πολιτισμού. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εξορθολογισμού είναι η περίπτωση της οικονομικής δραστηριότητας: η οργάνωση της καπιταλιστικής επιχειρηματικής δραστηριότητας χαρακτηρίζεται από ορθολογική οργάνωση της εργασίας μέσα στο εργοστάσιο, αλλά και από ορθολογική εκτίμηση των ευκαιριών στην αγορά. Ο Βέμπερ θεώρησε ότι ο ορθολογικός τρόπος δράσης και οργάνωσης που καθορίζει όλους τους τομείς της καπιταλιστικής κοινωνίας (οικονομία, κράτος, νομικοί θεσμοί, γραφειοκρατία κτλ.) στηρίχτηκε στην επιστήμη και εξελίχτηκε παράλληλα με την επικράτηση της τεχνολογίας.
Στις προβιομηχανικές κοινωνίες κυριαρχούσε η προκατάληψη, το συναίσθημα και η τύχη. Έτσι, η γεωργική παραγωγή καθοριζόταν από τη μοίρα ή άλλες υπερφυσικές δυνάμεις. Η επικράτηση του καπιταλισμού είχε ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την υποχώρηση των θρησκευτικών και των ηθικών αξιών, καθώς και των παραδοσιακών τρόπων προσανατολισμού της δράσης των ανθρώπων που κυριαρχούσαν στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες.
Ο Βέμπερ υποστήριζε ότι οι άνθρωποι δρουν με βάση τη δική τους αντίληψη για τα πράγματα. Οι κοινωνιολόγοι πρέπει να ανακαλύψουν τα προσωπικά νοήματα και τις αξίες των ανθρώπων. Για να ανακαλύψουμε αυτά τα νοήματα, θα πρέπει να «μπούμε στη θέση του άλλου», να δούμε τα πράγματα από τη δική του οπτική γωνία. Μόνο έτσι θα καταλάβουμε την κοινωνική συμπεριφορά του και τις αιτίες της.
Ο Βέμπερ διέκρινε την κοινωνική δράση του ατόμου:
1. σε ορθολογική, που είναι η δράση σε σχέση με ένα σκοπό (π.χ. τη δράση ενός επιχειρηματία που προσπαθεί να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του.
2. σε σχέση με μια αξία (π.χ. ο στρατιώτης που προτιμά να πεθάνει παρά να εγκαταλείψει τη σημαία στο πεδίο της μάχης),
3. σε συγκινησιακή δράση (π.χ. ο άνθρωπος που κλέβει γιατί τον έκλεψαν),
4. σε παραδοσιακή δράση (π.χ. η Ελληνίδα χήρα που φοράει μαύρα, για να δείξει το πένθος της).
Οι μορφές αυτές κοινωνικής πράξης είναι κατά τον Βέμπερ ιδεατοί τύποι, έννοιες δηλαδή που καταγράφουν το νόημα της δράσης. Τους ιδεατούς τύπους κατασκευάζει ο ερευνητής ως εργαλεία για την κατανόηση των πραγματικών κοινωνικών πράξεων, αλλά και των κοινωνικών φαινομένων και διαδικασιών. Έτσι, για παράδειγμα, ο Βέμπερ κατέγραψε τους ιδεατούς τύπους όχι μόνον των κοινωνικών πράξεων, αλλά και τον ιδεατό τύπο της γραφειοκρατίας, της εξουσίας κτλ. Η γραφειοκρατία, ως ορθολογικός τρόπος δράσης, ρυθμίζει τις σχέσεις των ανθρώπων με το κράτος στη βάση κάποιων κανόνων. Με τη χρήση του ιδεατού τύπου της γραφειοκρατίας προσπαθούμε να ανιχνεύσουμε τις αποκλίσεις ανάμεσα στο πραγματικό φαινόμενο της γραφειοκρατίας (με τα προβλήματα ή τις δυσλειτουργίες της) και την ιδεατή εικόνα αυτής. Σημειώνουμε ότι η έννοια της γραφειοκρατίας στη σκέψη του Βέμπερ δεν ήταν αρνητικά φορτισμένη, όπως είναι στις μέρες μας.
ΚΕΦ 3ο
Ο Βέμπερ (Μ. Weber, 18641920) θεωρούσε ότι η θρησκευτική συμπεριφορά είναι στην ουσία προσανατολισμένη προς τον επίγειο κόσμο. Σύμφωνα με τον Βέμπερ, η εμφάνιση του προτεσταντισμού, ο οποίος έδινε έμφαση στις αξίες της ασκητικής ζωής, της αποταμίευσης, της σκληρής εργασίας και της επένδυσης, συνδέεται ιστορικά με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ευρώπη. Είναι προφανές επομένως ότι η θρησκεία μπορεί να επηρεάσει τον οικονομικό και τον επαγγελματικό προσανατολισμό των ανθρώπων.
ΚΕΦ 6ο
Με τη βιομηχανική επανάσταση η εργασία διαφοροποιείται σημαντικά. Εμφανίζεται η μισθωτή εργασία, που προκαθορίζεται από τον εργοδότη. Ο Γερμανός κοινωνιολόγος Μ. Βέμπερ κατέδειξε πώς ο προτεσταντισμός συνέβαλε στην ανάπτυξη της ιδέας του «μόχθου» και της αφοσίωσης του ατόμου στην εργασία του. Στον Λούθηρο βρίσκουμε την άποψη ότι το καθήκον που εκπληρώνεται στις επίγειες συναλλαγές ανάλογα με τη θέση που έχει το άτομο μέσα στην κοινωνία αποτελεί την ευγενέστερη ηθική δραστηριότητα.
Την εποχή εκείνη οι εργάτες δούλευαν στο εργοστάσιο 12 έως 15 ώρες την ημέρα, μέσα στη βρομιά, το κρύο, την υγρασία και τα χημικά, ξεπερνώντας πολλές φορές τη φυσική τους αντοχή. Ακόμη και μικρά παιδιά ακολουθούσαν τους ρυθμούς της εργασίας των ενηλίκων και δούλευαν από την ηλικία των 4 χρόνων με την απειλή μαστιγίου. Έτσι, η βιομηχανική επανάσταση θέτει ένα άλλο τεράστιο ζήτημα: τα δικαιώματα του παιδιού.
Ο Βέμπερ συνέβαλε σημαντικά στην προσέγγιση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Βέβαια πολλοί του άσκησαν κριτική, για το λόγο ότι τοποθέτησε στο επίκεντρο της πολιτικής τις έννοιες του ανταγωνισμού, της επιβολής και προπάντων του αγώνα. «Πολιτική σημαίνει αγώνας», ισχυρίστηκε. Το γεγονός ότι μπορεί να αποκλείονται από αυτό τον αγώνα ικανοί υποψήφιοι (οι οποίοι δεν έχουν επιρροή στο κοινό ή στα Μ.Μ.Ε.) δεν ερευνάται επαρκώς από τον Βέμπερ. Ωστόσο, η κριτική αυτή δεν αφαιρεί τίποτα από το κύρος του Γερμανού κοινωνιολόγου, το αντίθετο θα λέγαμε. Η συζήτηση συνεχίζεται, και αυτός είναι στο επίκεντρο της.
Ο Βέμπερ διακρίνει τρεις τύπους κοινωνικής διαστρωμάτωσης:
1. Ο πρώτος τύπος διαμορφώνεται ανάλογα με τη θέση του καθενός στην ιεραρχία του γοήτρου. Κάθε ομάδα από το σύνολο των κοινωνικών ομάδων χαρακτηρίζεται από έναν τρόπο ζωής, ένα καταναλωτικό πρότυπο, ένα σύνολο ιδιαίτερων αξιών.
2. Ο δεύτερος τύπος διαμορφώνεται με βάση την κατανομή της δύναμης μεταξύ των ατόμων, πράγμα που σημαίνει την επιρροή που μπορεί να ασκήσει ένα άτομο στη δράση μιας ομάδας.
3. Ο τρίτος τύπος κοινωνικής διαστρωμάτωσης είναι αυτός των κοινωνικών τάξεων. Η κοινωνική τάξη αναφέρεται ως ένα σύνολο ατόμων που έχουν τις ίδιες «ευκαιρίες στην αγορά», έχουν δηλαδή κοινά οικονομικά συμφέροντα, τα οποία φροντίζουν να τα υπερασπίζονται.
ΚΕΦ 7ο
Ο Βέμπερ όρισε τη δύναμη ως την ικανότητα άσκησης ελέγχου της συμπεριφοράς. Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να παρακινούν τα πλήθη, να επηρεάζουν ή και να αλλάζουν τις απόψεις των ακροατών τους, να «δίνουν ταυτότητα» σε ένα κοινωνικά ανομοιογενές πλήθος, άνθρωποι δηλαδή που είναι προσωπικότητες με μεγάλη επιρροή.
Ένα άλλο είδος δύναμης κατά το Γερμανό κοινωνιολόγο είναι η κοινωνική επιβολή ή η εξουσία. Η εξουσία απαιτεί τη χρήση βίας (καταναγκασμού) ή την απειλή χρήσης βίας για την άσκηση ελέγχου.
Βέβαια, στις οργανωμένες κοινωνίες δυτικού τύπου στις οποίες ζούμε η χρήση φυσικής βίας από ιδιώτη ή ακόμη από οργανωμένη ομάδα είναι παράνομη. Η μόνη αρχή που νομιμοποιείται να ασκήσει βία είναι η κεντρική πολιτική αρχή και οι μηχανισμοί της, στους οποίους εμπιστεύεται το δικαίωμα αυτό. Αυτή η κεντρική πολιτική αρχή είναι το κράτος, που κατέχει, σύμφωνα με τον Βέμπερ, το μονοπώλιο της έννομης βίας. Έτσι, ορίζει το κράτος ως την «κοινότητα των ανθρώπων η οποία αξιώνει (αποτελεσματικά) το μονοπώλιο στη χρήση της νόμιμης φυσικής βίας μέσα σε ένα ορισμένο έδαφος» (Μ. Weber, 1996: 45).
«..όπως επισήμανε ο Βέμπερ το κύρος του κράτους είναι τεράστιο. Από όλες τις κοινότητες είναι η μόνη στην οποία παρέχεται στις μέρες μας η νόμιμη εξουσία πάνω στη ζωή, το θάνατο και την ελευθερία...Σε περίοδο ειρήνης είναι ο σημαντικότερος οικονομικός επιχειρηματίας και ο ισχυρότερος ιθύνων για να επιβάλλει φόρους στους πολίτες. Σε περίοδο πολέμου έχει την απεριόριστη κατοχή όλων των οικονομικών αγαθών στα οποία έχει πρόσβαση..» (Christian de Montibert, 2000:110]
Η δημιουργία του κράτους είναι μια διαδικασία συνεχούς ορθολογικοποίησης, της οποίας τα χαρακτηριστικά κατά τον Βέμπερ είναι τα εξής:
1. συγκρότηση ενός σώματος μόνιμων και ειδικών υπαλλήλων (γραφειοκρατία),
2. ορισμός μόνιμων διαδικασιών διαχείρισης και ελέγχου,
3. προσδιορισμός μιας εμφανούς ιεραρχίας αρμοδιοτήτων.
Ο Βέμπερ συνέβαλε σημαντικά στην προσέγγιση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Βέβαια πολλοί του άσκησαν κριτική, για το λόγο ότι τοποθέτησε στο επίκεντρο της πολιτικής τις έννοιες του ανταγωνισμού, της επιβολής και προπάντων του αγώνα. «Πολιτική σημαίνει αγώνας», ισχυρίστηκε. Το γεγονός ότι μπορεί να αποκλείονται από αυτό τον αγώνα ικανοί υποψήφιοι (οι οποίοι δεν έχουν επιρροή στο κοινό ή στα Μ.Μ.Ε.) δεν ερευνάται επαρκώς από τον Βέμπερ. Ωστόσο, η κριτική αυτή δεν αφαιρεί τίποτα από το κύρος του Γερμανού κοινωνιολόγου, το αντίθετο θα λέγαμε. Η συζήτηση συνεχίζεται, και αυτός είναι στο επίκεντρο της.
Κατά τον Βέμπερ υπάρχουν τρεις τύποι (νομιμοποίησης της) εξουσίας:
α. Η παραδοσιακή εξουσία. Υπάρχουν κοινωνίες (π.χ. φυλετικές) στις οποίες ο αρχηγός δεν εκλέγεται. Η νομιμότητα του προέρχεται από το εθιμικό δίκαιο (δηλαδή από τις συνήθειες και τις παραδόσεις που περνούν από τη μια γενιά στην άλλη). Αυτό το είδος της παραδοσιακής εξουσίας που ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του πατέρα αρχηγού, μπορεί να το συναντήσει κανείς στις εκτεταμένες οικογένειες της αγροτικής κοινωνίας.
Κατά το παρελθόν (18ο αιώνα) οι βασιλείς κυβερνούσαν «ελέω Θεού», ενώ η μεταβίβαση της εξουσίας γινόταν συνήθως ειρηνικά, αφού κανείς δεν μπορούσε να τη διεκδικήσει: οι μόνοι που μπορούσαν να είναι οι επόμενοι άρχοντες ήταν οι απόγονοι του βασιλιά. Σήμερα στην Ευρώπη (Αγγλία, Ισπανία, Βέλγιο κτλ.) οι βασιλείς δεν ασκούν πραγματική εξουσία. Αντίθετα, σε κάποιες άλλες χώρες (π.χ. Ιορδανία, Μαρόκο) οι βασιλείς έχουν ουσιαστικές αρμοδιότητες.
Ο τύπος της παραδοσιακής εξουσίας παρέχει περισσότερη σταθερότητα από αυτόν της χαρισματικής εξουσίας.
β. Η χαρισματική εξουσία. Αυτή η εξουσία βασίζεται σε μια εξαιρετική προσωπικότητα που διαθέτει το «χάρισμα», τον ηρωισμό ή τις ηγετικές ικανότητες. Η χαρισματική εξουσία υπάρχει στη δύναμη «...της συναισθηματικής αφοσίωσης στο πρόσωπο του κυρίου και τα χαρίσματα του, ιδιαίτερα στις υπερφυσικές του ικανότητες...τον ηρωισμό του, τη δύναμη του πνεύματος ή του λόγου του...» (Μ. G. Schmidt, 2000:211). Χαρακτηριστικός τύπος ηγέτη αυτής της μορφής εξουσίας είναι ο προφήτης, ο ήρωας πολέμου, ο δημαγωγός. Η χαρισματική εξουσία ασκείται από ένα πρόσωπο, και είναι πολύ δύσκολο να τη μεταβιβάσει σε κάποιο άλλο. Θεμελιώνεται αποκλειστικά στην εμπιστοσύνη της κοινωνίας, που αναγνωρίζει κάποιον ως χαρισματικό ηγέτη, και στη συνεχή «επιβεβαίωση» του χαρίσματος αυτού, της ικανότητας του ηγέτη δηλαδή να καθοδηγεί και να πείθει τους «οπαδούς» του. Από τη στιγμή που δεν επιβεβαιώνεται το χάρισμα, η εξουσία του ηγέτη καταρρέει. Για τα μοντέρνα έθνηκράτη μια χαρισματική προσωπικότητα από μόνη της δεν παρέχει μια σταθερή βάση δύναμης. Παραδείγματα χαρισματικών ηγετών είναι ο Τζον Φ. Κένεντυ, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο Νέλσον Μαντέλα, ο Φιντέλ Κάστρο κ.ά.
γ. Η ορθολογική εξουσία. Η εξουσία αυτή στηρίζεται στη «νομιμότητα» των θεσμοθετημένων και από κοινού συμφωνημένων νομικών ρυθμίσεων, από τις οποίες αντλούν την εξουσία όσοι την ασκούν. Σε αυτό τον τύπο διακυβέρνησης η δύναμη βρίσκεται περισσότερο στα «γραφεία» παρά στα πρόσωπα που τα στελεχώνουν (τους γραφειοκράτες). Αυτό συμβαίνει διότι όσοι κατέχουν μια θέση στα κυβερνητικά γραφεία αναμένεται να λειτουργούν στη βάση συγκεκριμένων νόμων, κανόνων και ρόλων. Όταν, για παράδειγμα, εκλέγεται νέος πρόεδρος της δημοκρατίας, ο απερχόμενος πρόεδρος γίνεται ιδιώτης και χάνει τα όποια προνόμια του. Η άσκηση των καθηκόντων κάθε ρόλου γίνεται εντός των νόμιμων ορίων, και δε συγχωρείται κατάχρηση εξουσίας. Αρκετοί πρόεδροι, πρωθυπουργοί, εκπρόσωποι του κοινοβουλίου σε διάφορες χώρες έχασαν τη θέση τους λόγω υπέρβασης των ορίων της νομιμότητας.
Πρόσθετες πληροφορίες
Μερικά από τα έργα του Βέμπερ που άσκησαν μεγάλη επιρροή αφορούσαν την ανάλυση της ιδιαιτερότητας της δυτικής κοινωνίας, σε αντιδιαστολή με άλλους μείζονες πολιτισμούς.
Μελέτησε τις θρησκείες της Κίνας, της Ινδίας και της Μέσης Ανατολής και, στην διάρκεια των ερευνών του αυτών, συνέβαλε σημαντικά στην κοινωνιολογία της θρησκείας. Συγκρίνοντας τα κύρια θρησκευτικά συστήματα της Κίνας και της Ινδίας με εκείνα της Δύσης, ο Βέμπερ κατέληξε στο συμπέρασμα πως μερικές όψεις των χριστιανικών πεποιθήσεων επηρέασαν σημαντικά την εμφάνιση του καπιταλισμού. Η αντίληψη αυτή δεν προήλθε μόνο από τις οικονομικές μεταβολές, όπως υποστήριζε ο Μαρξ. Σύμφωνα με τον Βέμπερ, οι πολιτισμικές ιδέες και αξίες συμβάλλουν στην διαμόρφωση της κοινωνίας και διαμορφώνουν τις ατομικές μας πράξεις.
Ο τρόπος που ο Βέμπερ αντιλαμβανόταν την φύση των σύγχρονων κοινωνιών και τους λόγους για τους οποίους οι δυτικοί τρόποι ζωής εξαπλώθηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο διέφερε ουσιαστικά από εκείνον του Μαρξ. Σύμφωνα με τον Βέμπερ, ο καπιταλισμός -ένας ξεχωριστός τρόπος οργάνωσης της οικονομικής επιχείρησης- αποτελεί έναν από τους πολλούς σημαντικούς παράγοντες που διαμορφώνουν την κοινωνική ανάπτυξη. Ένας από τους γενεσιουργούς λόγους του καπιταλισμού, και από μερικές απόψεις ο πιο ουσιαστικός, είναι η επίδραση της επιστήμης και της γραφειοκρατίας. Η επιστήμη διαμόρφωσε την σύγχρονη τεχνολογία και θα εξακολουθεί να την διαμορφώνει στις κοινωνίες του μέλλοντος. Η γραφειοκρατία είναι ο μόνος τρόπος για την αποτελεσματική οργάνωση μεγάλου αριθμού ατόμων, και για τον λόγο αυτόν εξαπλώνεται με την οικονομική και την πολιτική αύξηση. Ο Βέμπερ περιέγραψε συλλογικά την ανάπτυξη της επιστήμης, της σύγχρονης τεχνολογίας και της γραφειοκρατίας ως εξορθολογισμό - την οργάνωση της κοινωνικής και της οικονομικής ζωής σύμφωνα με τις αρχές της αποδοτικότητας και με βάση την τεχνολογική γνώση.
ΚΕΦ 1ο
Ο κοινωνιολόγος Α. Γκίντενς (2002:50), προκειμένου να περιγράψει το αντικείμενο της κοινωνιολογίας, επιστρατεύει ένα παράδειγμα που καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων. Το ερώτημα που θέτει είναι «ποια είναι η σχέση του έρωτα με το γάμο».
Ο έρωτας εκφράζει μια αμοιβαία έλξη που αισθάνονται δύο άνθρωποι μεταξύ τους. Αν και στις μέρες μας δεν πιστεύουμε ότι ο έρωτας μπορεί να διαρκέσει για πάντα, εντούτοις πιστεύουμε ότι είναι σχεδόν πανανθρώπινο συναίσθημα.
Ιστορικές μελέτες έδειξαν ότι στην Ευρώπη του Μεσαίωνα σχεδόν κανείς δεν παντρευόταν από έρωτα και συνεπώς ο έρωτας δεν ήταν μια εμπειρία που είχαν ζήσει οι περισσότεροι άνθρωποι ούτε συνδεόταν αναγκαστικά με το γάμο. Υπήρχε μάλιστα και γνωμικό της εποχής που έδειχνε τις σχετικές αντιλήψεις: «είναι μοιχεία να αγαπάς τη γυναίκα σου ερωτικά». Ο γάμος την εποχή εκείνη είχε καθαρά πρακτικούς σκοπούς: οι άνθρωποι παντρεύονταν για να παραμείνει η περιουσία στην οικογένεια. Μετά το γάμο έρχονταν πιο κοντά και γίνονταν στενοί σύντροφοι. Αυτό γινόταν πάντα μετά το γάμο και ποτέ πριν. Οι σεξουαλικές σχέσεις πριν από το γάμο ή μέσα σ' αυτόν δεν είχαν σχέση με αυτό που σήμερα αποκαλούμε έρωτα.
Σήμερα οι αντιλήψεις και η στάση απέναντι στον έρωτα έχουν αλλάξει. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι όσον αφορά τον έρωτα ισχύει ακριβώς το αντίθετο με αυτό που μόλις περιγράψαμε. Αυτή η αλλαγή δείχνει ότι ο έρωτας και η σχέση του με το γάμο δεν μπορούν να νοηθούν ως ένα φυσικό κομμάτι της ανθρώπινης ζωής. Διαμορφώθηκαν μέσα από σύνθετες ιστορικές και κοινωνικές διαδικασίες. Αυτές τις διαδικασίες μελετά η κοινωνιολογία.
Ε. Γκόφμαν
Ευρετήριο
Κεφάλαιο 1: σχολή συμβολικής αλληλεπίδρασης, σελ. 23
κοινωνική ζωή-προσκήνιο/παρασκήνιο, σελ. 23
Κεφάλαιο 3: κοινωνικοί ρόλοι, σελ. 67-68
ΚΕΦ 1ο
Η σχολή της συμβολικής αλληλεπίδρασης
Η σχολή αυτή θεμελιώθηκε από τους Τσ. Κούλεϋ (C. Cooley, 18641929) και Τζ. Μιντ (G. Mead, 18631932), ενώ παραλλαγές της βασικής θεωρίας της σχολής αναπτύχθηκαν από σύγχρονους κοινωνιολόγους όπως ο Ε. Γκόφμαν (Ε. Goffman, 19221982).
Οι θεμελιωτές της σχολής της συμβολικής αλληλεπίδρασης ονόμασαν «σημαντικούς άλλους» όλα τα άτομα που επηρεάζουν περισσότερο την αυτοεικόνα και τη συμπεριφορά μας και τα οποία είναι συγκεκριμένα πρόσωπα του περιβάλλοντος μας.
Ο Ε. Γκόφμαν μελέτησε την αλληλεπίδραση στις καθημερινές και πολλές φορές φευγαλέες συναντήσεις των ανθρώπων. Διέκρινε την κοινωνική ζωή σε στιγμές που λαμβάνουν χώρα στο προσκήνιο και σε στιγμές που λαμβάνουν χώρα στο παρασκήνιο. Στο προσκήνιο γίνονται όλες εκείνες οι συναντήσεις κατά τις οποίες τα άτομα υποδύονται τυπικούς ρόλους. Είναι στιγμές που θεωρούνται «παραστάσεις επί σκηνής» και που συχνά απαιτούν τη συνεργασία με άλλα άτομα. Για παράδειγμα, δύο πολιτικοί από το ίδιο κόμμα μπορεί να δείξουν μπροστά στην κάμερα της τηλεόρασης αγαπημένοι και φίλοι, παρά το γεγονός ότι αντιπαθούν ο ένας τον άλλο. Ένα αντρόγυνο μπροστά στα παιδιά του δείχνει ότι είναι αγαπημένο όταν κοιμούνται όμως τα παιδιά, ξεσπά άγριος καβγάς.
Από την άλλη πλευρά, όταν οι άνθρωποι βρίσκονται στα «παρασκήνια», χαλαρώνουν και εκδηλώνουν ελεύθερα τα συναισθήματα τους, αλλά και τρόπους συμπεριφοράς που κρατούν σε έλεγχο όταν βρίσκονται «πάνω στη σκηνή». Σε αυτές τις στιγμές της χαλάρωσης επιτρέπονται πράγματα που δεν επιτρέπονται «επί σκηνής» όπως, για παράδειγμα, οι απροκάλυπτες σεξουαλικές κουβέντες, το ατημέλητο ντύσιμο, η χρήση κάποιας διαλέκτου, πειράγματα και τολμηρές χειρονομίες, αγενείς προς τους άλλους ενέργειες που αποφεύγονται μπροστά στο κοινό.
Ευρετήριο
Αύγουστος Κοντ
Κεφάλαιο 1: Νόμος των τριών σταδίων του ανθρώπινου πνεύματος, σελ. 17-18
Σχολή του λειτουργισμού, σελ. 21
Κεφάλαιο 7: Δημιουργία κράτους, σελ. 134
ΚΕΦ 1ο
Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Κοντ αναγνωρίζεται ως ο «ανάδοχος» της κοινωνιολογίας, αφού ήταν αυτός που πρότεινε τον όρο «κοινωνιολογία» (sociologie) για τη νέα επιστήμη. Ο Κοντ πίστευε ότι αυτός ο νέος κλάδος θα μπορούσε να μας βοηθήσει στην κατανόηση της κοινωνίας, η οποία θα βασίζεται σε αυστηρές επιστημονικές αποδείξεις. Γι' αυτό προσπάθησε να θεμελιώσει τη νέα επιστήμη χρησιμοποιώντας τις μεθόδους και τους τρόπους παρατήρησης και ανάλυσης της φυσικής, καθώς πίστευε ότι με αυτό τον τρόπο η θα μπορούσε να εξηγήσει με αυστηρό και αντικειμενικό τρόπο τα κοινωνικά φαινόμενα, την κοινωνική οργάνωση και τις κοινωνικές μεταβολές.
Ο Α. Κοντ διατύπωσε το νόμο των τριών σταδίων του ανθρώπινου πνεύματος:
1. Το θεολογικό στάδιο, στο οποίο ο άνθρωπος ερμηνεύει τον κόσμο (τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα) ως έργο θεοτήτων, δαιμόνων και γενικότερα υπερφυσικών δυνάμεων. Σ' αυτό το στάδιο παρατηρείται μια «ειδική συμμαχία» ανάμεσα στην επίγεια και την πνευματική εξουσία, δηλαδή ανάμεσα στους στρατιωτικούς και τους ιερείς, ενώ η κυρίαρχη κοινωνική οντότητα είναι η οικογένεια.
2. Το μεταφυσικό στάδιο, στο οποίο ο άνθρωπος ερμηνεύει τον κόσμο με προσφυγή σε αφηρημένες ιδέες και έννοιες, όπως είναι αυτή της «φύσης», που την ανέδειξε σε πρωταρχική οντότητα. Στο στάδιο αυτό κυριαρχούν οι νομικοί και οι άνθρωποι της Εκκλησίας, ενώ η κυρίαρχη κοινωνική οντότητα είναι το κράτος.
3. Το θετικό στάδιο, στο οποίο ο άνθρωπος παρατηρεί τα φαινόμενα και ανακαλύπτει τους νόμους που τα διέπουν. Σ' αυτό το στάδιο κυριαρχούν οι επιστήμονες και οι επιχειρηματίες, ενώ η κυρίαρχη κοινωνική οντότητα είναι η ανθρωπότητα στο σύνολο της.
Είναι προφανές ότι, σύμφωνα με το μοντέλο αυτό του Κοντ, το ανθρώπινο πνεύμα προχωρά από το θεολογικό στο μεταφυσικό τρόπο σκέψης, για να καταλήξει στο θετικό τρόπο που αποτελεί την κορυφαία φάση της εξέλιξης του πνεύματος. Ο Κοντ θεωρούσε ότι η ήταν η ανώτερη μορφή του θετικού πνεύματος και μπορούσε να συμβάλει στην ευημερία της κοινωνίας, αν χρησιμοποιούσε την επιστημονική παρατήρηση, για να κατανοήσει, να προβλέψει και να ελέγξει την ανθρώπινη συμπεριφορά. Η προσέγγιση του Κοντ βοήθησε την εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης για την κοινωνία, σήμερα όμως δεν τυγχάνει ευρύτερης αποδοχής μεταξύ των κοινωνιολόγων, διότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις σημερινές κοινωνίες.
Ο λειτουργισμός (ή φονξιοναλισμός) είναι μια θεωρητική προσέγγιση στην οποία εντάσσονται έργα των κλασικών (Α. Κοντ, Χ. Σπένσερ, Ε. Ντυρκέμ) αλλά και έργα μεταγενέστερων Αμερικανών κοινωνιολόγων (Τ. Πάρσονς, Ρ. Μέρτον). Η σχολή αυτή ονομάστηκε «λειτουργισμός» (ή «φονξιοναλισμός») εξαιτίας της έμφασης που έδωσε στις λειτουργίες (functions) των θεσμών. Κυριάρχησε ουσιαστικά άνευ αντιπάλου κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα.
Οι λειτουργιστές ισχυρίζονται ότι, όπως το ανθρώπινο σώμα είναι ένα σύστημα που έχει ορισμένες ανάγκες (π.χ. τροφή) και αποτελείται από αλληλοσχετιζόμενα μέρη (π.χ. πεπτικό σύστημα) τα οποία λειτουργούν για να ικανοποιήσουν αυτές τις ανάγκες, έτσι και η κοινωνία πρέπει να έχει ορισμένα χαρακτηριστικά (προαπαιτούμενα) για να επιβιώσει. Για παράδειγμα, υποστηρίζουν ότι η κοινωνία πρέπει να είναι σε θέση να παίρνει από το περιβάλλον ό,τι της είναι απαραίτητο για να επιβιώσει (τρόφιμα, καύσιμα, πρώτες ύλες) και να αναπαραχθεί. Εξάλλου η κοινωνία χρειάζεται να διασφαλίσει τη λειτουργία της με έναν επαρκή αριθμό ατόμων, τα οποία να έχουν διαφορετικά συμφέροντα και δεξιότητες. Η λειτουργία της κοινωνίας είναι εφικτή, εφόσον τα άτομα ασκούν τους διαφορετικούς ρόλους τους.
Σε κάθε κοινωνία πρέπει να υπάρχει ένα επαρκές σύστημα επικοινωνίας και ένας κοινός πολιτισμικός κώδικας, ώστε τα άτομα να επικοινωνούν, αλλά και να βλέπουν τον κόσμο κατά τον ίδιο τρόπο. Για τους παραπάνω λόγους η κοινωνία οφείλει να κοινωνικοποιεί τα μέλη της και στη συνέχεια να ελέγχει αν έχουν εσωτερικεύσει τις κατάλληλες αξίες.
ΚΕΦ 7ο
Ο Α. Κοντ θεωρεί ότι το κράτος είναι αποτέλεσμα της αύξησης του μεγέθους των κοινωνιών και κατά συνέπεια της πολυπλοκότητας τους (όσο πιο μεγάλες πληθυσμιακά είναι οι κοινωνίες τόσο μεγαλύτερη ανάγκη έχουν από σύνθετες δομές διοίκησης).
Πρόσθετες πληροφορίες
Στην αρχή ο Κοντ χρησιμοποίησε τον όρο «κοινωνική φυσική», που τον χρησιμοποιούσαν όμως και μερικοί από τους πνευματικούς ανταγωνιστές του. Ο Κοντ ήθελε να διαστείλει τις δικές του απόψεις από εκείνες των άλλων. Δημιούργησε έτσι τον όρο «κοινωνιολογία» για να περιγράφει τον επιστημονικό κλάδο που ήθελε να καθιερώσει.
Ο Κοντ πίστευε ότι ο νέος κλάδος μπορούσε να δημιουργήσει την γνώση για την κοινωνία που βασίζεται σε επιστημονικές αποδείξεις. Θεωρούσε την κοινωνιολογία ως την τελευταία επιστήμη που θα αναπτύσσονταν -μετά την φυσική, την χημεία και την βιολογια- αλλά και ως την πιο σημαντική και την πιο σύνθετη από όλες τις επιστήμες. Η κοινωνιολογία, πρέσβευε, πρέπει να συμβάλλει στην ευημερία της κοινωνίας χρησιμοποιώντας την επιστήμη για να κατανοήσει και επομένως να προβλέψει και να ελέγξει την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Τ. Κούλεϋ
Ευρετήριο
Κεφάλαιο 1: σχολή συμβολικής αλληλεπίδρασης, σελ. 23
Κεφάλαιο 1: κατοπτρικός εαυτός, σημαντικοί άλλοι, σελ. 23
ΚΕΦ 1ο
Αλληλεπίδραση είναι η δραστηριότητα που αναπτύσσεται μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων κατά την οποία ο καθένας δρα (ενεργεί προς την κατεύθυνση του άλλου ή των άλλων) με βάση την εκδηλούμενη ή προσδοκώμενη αντίδραση του άλλου.
Η συνεχής αλληλεπίδραση του ενός με τον άλλον (ή τους άλλους) είναι εφικτή μέσω της γλώσσας (λέξεις, χειρονομίες, γκριμάτσες). Η σχολή αυτή ονομάστηκε σχολή της συμβολικής αλληλεπίδρασης (ή της κοινωνικής διαντίδρασης), διότι κατά τη διάρκεια της αλληλεπίδρασης παράγονται ποικίλα νοήματα μέσω των γλωσσικών κατηγοριών, τα οποία βοηθούν να γίνεται αντιληπτός ο κόσμος γύρω μας. Οι γλωσσικές κατηγορίες ποικίλλουν μεταξύ διαφορετικών κοινωνιών, αλλά και στο πλαίσιο της ιδίας της κοινωνίας.
Η σχολή αυτή θεμελιώθηκε από τους Τσ. Κούλεϋ και Τζ. Μιντ.
Ο Κούλεϋ συνέβαλε στη θεωρία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης με τον «κοινωνικό καθρεφτισμό του εαυτού μας» (κατοπτρικός εαυτός). Το παιδί διαμορφώνει την αυτοεικόνα και τη συμπεριφορά του ανάλογα με το πώς φαντάζεται ότι το βλέπουν οι άλλοι. Αν φαντάζεται ότι οι άλλοι έχουν θετική εικόνα γι' αυτό, ότι οι άλλοι επιδοκιμάζουν τις ενδεχόμενες πράξεις του, θα αισθανθεί περηφάνια, ενώ αντίθετα αν φαντάζεται ότι οι άλλοι έχουν αρνητική εικόνα γι' αυτό και αποδοκιμάζουν τις ενδεχόμενες πράξεις του, θα αισθανθεί ντροπή και ταπείνωση.
Επομένως η διαμόρφωση της αυτοεικόνας μας εξαρτάται από την ταυτότητα των άλλων. Οι θεμελιωτές της σχολής της συμβολικής αλληλεπίδρασης ονόμασαν «σημαντικούς άλλους» όλα τα άτομα που επηρεάζουν περισσότερο την αυτοεικόνα και τη συμπεριφορά μας και τα οποία είναι συγκεκριμένα πρόσωπα του περιβάλλοντος μας.
Ε. Μάγιο
Ευρετήριο
Κεφάλαιο 6: θεωρητικό μοντέλο ανθρώπινων σχέσεων, κριτική στα μοντέλα του Τέιλορ και του Φορντ, σελ. 113
ΚΕΦ 6ο
Οι κοινωνικοί επιστήμονες της δεκαετίας του 1930 άσκησαν κριτική στον τεϊλορισμό, αφού η ανία και η επανάληψη των κινήσεων απομόνωσαν τον εργαζόμε- νο και καθιστούσαν τον ίδιο ένα εξάρτημα της μηχανής (αλλοτρίωση) και την εργασία του μονότονη. Ισχυρίστηκαν, όπως ο Ε. Μάγιο (Ε. Mayo, 1880-1949), ο οποίος πραγματοποίησε πειράματα σε ομάδες εργαζομένων, ότι η αύξηση της παραγωγικότητας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με την εντατικοποίηση και την επανάληψη των κινήσεων αλλά με τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Συγκεκριμένα, τα πειράματα του Μάγιο έδειξαν ότι η βελτίωση της παραγωγικότητας πραγματοποιείται όταν οι εργαζόμενοι έχουν την αίσθηση ότι ανήκουν σε μια ομάδα, όταν υπάρχουν καλές σχέσεις μεταξύ των μελών της ομάδας, όταν αισθάνονται ότι η γνώμη και τα συναισθήματά τους έχουν αξία για την επιχείρηση. Οι έρευνες του Μάγιο σηματοδότησαν την απαρχή του θεωρητικού μοντέλου των «ανθρώπινων σχέσεων» στο εργασιακό περιβάλλον. Με αφορμή το πείραμα του Μάγιο ξεκίνησε μια δριμεία κριτική στο τεϊλορικό-φορντικό σύστημα οργάνωσης της εργασίας και της παραγωγής, με κύριο άξονα τον αποκλεισμό από την εργασιακή διαδικασία των δημιουργικών ικανοτήτων του ατόμου, όπως είναι η φαντασία, η συνθετική ικανότητα, η κριτική σκέψη, το πνεύμα συνεργασίας.
Ευρετήριο
Καρλ Μαρξ
Κεφάλαιο 1: τρόπος παραγωγής, σελ. 18
εποικοδόμημα, σελ. 18
ταξική πάλη, σελ. 18
κράτος, σελ. 18
σχολή συγκρούσεων, σελ. 22
υπεραξία, σελ. 22
προλετάριοι, σελ. 22
Κεφάλαιο 6: καταμερισμός εργασίας, σελ. 111
κοινωνικές τάξεις, σελ. 118
Κεφάλαιο 7: κράτος, σελ. 134, 143
μηχανισμοί καταστολής του κράτους στο μαρξιστικό μοντέλο εξουσίας, σελ. 143
ΚΕΦ 1ο
Οι ιδέες του Γερμανού στοχαστή Κ. Μαρξ επηρέασαν βαθύτατα την κοινωνιολογική σκέψη. Ο Μαρξ ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την ερμηνεία των μεταβολών που σημειώνονταν την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης. Πίστευε ότι οι κοινωνικές επιστήμες θα πρέπει να στοχεύουν στην αλλαγή του κόσμου και όχι μόνο στη μελέτη του.
Ο Μαρξ ανέλυσε το καπιταλιστικό σύστημα ως έναν τρόπο παραγωγής που διαφέρει ριζικά από τα προηγούμενα συστήματα (αυτά των δουλοκτητικών και των φεουδαρχικών κοινωνιών).
Στον καπιταλισμό τα «μέσα παραγωγής» (εργαλεία, μηχανές, οικοδομήματα, εργοστάσια, γη και πρώτες ύλες) ελέγχονται από τους καπιταλιστές. Έτσι, αφού οι καπιταλιστές είναι οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής, οι εργάτες οι οποίοι δεν κατέχουν τα μέσα παραγωγής, είναι υποχρεωμένοι να μισθώνουν την εργασία τους στους καπιταλιστές. Κατ' αυτό τον τρόπο όμως οι καπιταλιστές - κεφαλαιοκράτες έχουν τον έλεγχο όχι μόνον των μέσων παραγωγής, αλλά και των προϊόντων που παράγονται με τη μίσθωση των εργατών, δηλαδή των εμπορευμάτων, τα οποία διοχετεύονται στην αγορά και τους αποφέρουν «κέρδος». Ως εκ τούτου, τα μέσα, όπως και τα προϊόντα της παραγωγής γίνονται «κεφάλαιο», ατομική δηλαδή ιδιοκτησία των κεφαλαιοκρατών. Μπορούμε λοιπόν να καταλάβουμε γιατί οι καπιταλιστές - κεφαλαιοκράτες αποτελούν την κυρίαρχη τάξη στη βιομηχανική κοινωνία.
Ο Μαρξ θεωρούσε ότι ο εκάστοτε τρόπος παραγωγής (η οικονομική βάση) καθορίζει τις κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές διαδικασίες της κοινωνίας (εποικοδόμημα). Για παράδειγμα, στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής η οικονομική (ή υλική) βάση εκφράζεται από τις παραγωγικές σχέσεις των καπιταλιστών και των εργατών, ενώ το κράτος αποτελεί όργανο των καπιταλιστών.
Το κλειδί για να κατανοήσουμε το έργο του Μαρξ και την αντίληψη που είχε για την ιστορία είναι η «ταξική πάλη». Μέχρι σήμερα η ιστορία κάθε κοινωνίας είναι η ιστορία των κοινωνικών συγκρούσεων και της πάλης των τάξεων (π.χ. στο καπιταλιστικό σύστημα είναι η πάλη ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες και τους εργάτες).
Οι ιδέες του Μαρξ για τις κοινωνικές τάξεις και τις ταξικές διακρίσεις άσκησαν και συνεχίζουν να ασκούν μεγάλη επιρροή στους κοινωνιολόγους.
«..Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους οι άνθρωποι έρχονται σε σχέσεις καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέληση τους, σε σχέσεις παραγωγικές, που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο των παραγωγικών αυτών σχέσεων αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνίας, την πραγματική βάση, στην οποία υψώνονται ένα νομικό και πολιτικό οικοδόμημα στο οποίο αντιστοιχούν ορισμένες μορφές της κοινωνικής συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει γενικά την κοινωνική, πολιτική και πνευματική διαδικασία της ζωής. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων αυτό που καθορίζει το Είναι τους, μα αντίστροφα, το κοινωνικό είναι αυτό που καθορίζει τη συνείδηση τους...» (Κ.Μαρξ, 1978:23).
Η σχολή των συγκρούσεων
Οι θεωρητικοί αυτής της σχολής ισχυρίζονται ότι οι συγκρούσεις στην κοινωνία είναι αναπόφευκτες λόγω της συνεχούς παραγωγής ανισοτήτων. Πηγή έμπνευσης των θεωρητικών αυτών ήταν ο Κ. Μαρξ, ο οποίος υποστήριξε ότι υπάρχει αμείωτος ανταγωνισμός μεταξύ της αστικής και της εργατικής τάξης. Ο ανταγωνισμός αυτός, χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, φέρνει σε αντιπαράθεση τους κατόχους των μέσων παραγωγής με τους προλετάριους, που στερούνται αυτά τα μέσα. Η αντιπαράθεση αυτή ή αλλιώς, πάλη των τάξεων, είναι, σύμφωνα με τον Μαρξ, ο μοχλός της ιστορίας.
Ο Μαρξ μελέτησε την εργασία και διατύπωσε την έννοια της υπεραξίας που παράγει ο εργαζόμενος. Τι είναι η υπεραξία; Σύμφωνα με τον Μαρξ, οι μισθοί των εργατών δεν αντιστοιχούν στην πλήρη αξία των αγαθών που παράγουν ένα μόνο μέρος του εργάσιμου χρόνου τους αντιστοιχεί στην παραγωγή αγαθών ίσης αξίας με τις δαπάνες των δικών τους αναγκών συντήρησης (ελάχιστος μισθός). Τα αγαθά που παράγουν τον υπόλοιπο εργάσιμο χρόνο τους αντιστοιχούν στην επιπλέον αξία, δηλαδή στην υπεραξία, την οποία ιδιοποιούνται οι καπιταλιστές με τη μορφή του κέρδους.
ΚΕΦ 3ο
Οι κοινωνιολόγοι που υιοθετούν τη λειτουργιστική ή τη μαρξιστική προσέγγιση της κοινωνικοποίησης δεν συμπεριλαμβάνουν στην οπτική τους τις έμφυτες παρορμήσεις και τα ένστικτα του ατόμου. Αντίθετα, δίνουν έμφαση στην επίδραση που ασκεί το κοινωνικό περιβάλλον στην ανάπτυξη του ατόμου.
Αντίθετα, οι μαρξιστές προσεγγίζουν την κοινωνικοποίηση ως μια διαδικασία μέσω της οποίας διαιωνίζεται η καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Όταν για παράδειγμα, οι άνθρωποι κοινωνικοποιούνται, αποδέχονται την οικογενειακή τους καταγωγή μέσω της εκμάθησης των κοινωνικών κανόνων που προσιδιάζουν στην κοινωνική τους τάξη (ή την κοινωνική τους θέση). Οι μαρξιστές θεωρούν ότι οι άνθρωποι μαθαίνουν να αποδέχονται την κοινωνική τους θέση, πριν ακόμα αποκτήσουν συνείδηση των οικονομικών σχέσεων κυριαρχίας. Μαθαίνουν δηλαδή από νεαρή ηλικία όλους τους κανόνες που διέπουν τη θέση τους και στη συνέχεια αποκτούν συνείδηση της κατάταξης τους στο κοινωνικό πλαίσιο ως κάτι το εντελώς φυσικό. Κατά συνέπεια η κοινωνικοποίηση συντηρεί τα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά προνόμια των κυρίαρχων τάξεων μέσω δομών όπως, για παράδειγμα, η εκπαίδευση, η οποία αναπαράγει τις κοινωνικές θέσεις.
ΚΕΦ 6ο
Για τον Μαρξ ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας είναι αυτός που φέρνει σε αντίθεση συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες: οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής και οι εργάτες έρχονται σε σύγκρουση όσον αφορά τη διανομή του πλούτου που δημιουργείται από την εργασία (υπεραξία), αφού βέβαια δεν έχουν τα ίδια συμφέροντα. Αυτή η αντιπαράθεση αποτελεί τη βάση της πάλης των τάξεων.
Ο Μαρξ, παρατηρώντας την εξαθλίωση των εργατών στην Αγγλία στα μέσα του 19ου αιώνα, αναδεικνύει την αντίθεση ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις (εργατική - αστική). Αυτό που διαφοροποιεί τις δύο τάξεις δεν είναι το εισόδημα, η φύση της εργασίας (χειρωνακτική ή όχι) ή η άσκηση των διαφορετικών επαγγελμάτων, αλλά η θέση κάθε τάξης στη διαδικασία της παραγωγής. Η αστική τάξη είναι ιδιοκτήτρια των μέσων παραγωγής, ενώ η εργατική τάξη το μόνο που κατέχει (και πουλά έναντι ενός μισθού) είναι η εργατική δύναμη. Με τη βιομηχανική επανάσταση η εργασία γίνεται ο όρος ύπαρξης της εργατικής τάξης και η πηγή πλουτισμού της αστικής τάξης (υπεραξία).
ΚΕΦ 7ο
Ο Μαρξ αποδίδει τη γένεση του κράτους στη διαφοροποίηση της κοινωνίας, δηλαδή στο διαχωρισμό αυτών που κατέχουν τα μέσα παραγωγής και ιδιοποιούνται το κέρδος από αυτούς που το μόνο που κατέχουν είναι η δύναμη της εργασίας τους. Έτσι το κράτος, σύμφωνα με τον Μαρξ, υπηρετεί τους οικονομικά κυρίαρχους, όποια και αν είναι η μορφή διακυβέρνησης του (δημοκρατία, μοναρχία κτλ.).
Ο Μαρξ ισχυρίστηκε ότι το κράτος υπηρετεί τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και χάρη στους θεσμικούς μηχανισμούς καταστολής που διαθέτει μπορεί να ασκεί την εξουσία του στα εργατικά στρώματα. Οι κυριότεροι μηχανισμοί καταστολής που χρησιμοποιεί το κράτος είναι η αστυνομία, ο στρατός, τα δικαστήρια, οι φυλακές.
Σε γενικές γραμμές, στις δημοκρατικές κοινωνίες υπάρχουν τρεις θεωρητικές προσεγγίσεις για την εξουσία και τον έλεγχο που αυτή ασκεί: το μοντέλο των ελίτ, το πλουραλιστικό μοντέλο και το μαρξιστικό μοντέλο.
Το μαρξιστικό μοντέλο: Η μαρξιστική οπτική θεωρεί ότι τόσο η ελιτίστικη όσο και η πλουραλιστική άποψη συγκαλύπτουν την πραγματικότητα ή ενισχύουν την αυταπάτη της ύπαρξης αυτόνομου πολιτικού πεδίου.
Ο Μαρξ ισχυρίστηκε ότι το κράτος υπηρετεί τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και χάρη στους θεσμικούς μηχανισμούς καταστολής που διαθέτει μπορεί να ασκεί την εξουσία του στα εργατικά στρώματα. Οι κυριότεροι μηχανισμοί καταστολής που χρησιμοποιεί το κράτος είναι η αστυνομία, ο στρατός, τα δικαστήρια, οι φυλακές.
ΚΕΦ 9ο
Στην κοινωνιολογική προσέγγιση της αποκλίνουσας συμπεριφοράς υπάρχουν δύο οπτικές με τις οποίες μπορούμε να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε το πώς «παράγεται» μια εγκληματική συμπεριφορά. Η πρώτη ξεκινά από ένα αξίωμα, ότι το κοινό χαρακτηριστικό όλων των εγκλημάτων είναι πως αυτά συνίστανται από πράξεις που αποδοκιμάζονται καθολικά από τα μέλη μιας κοινωνίας (συναινετικό πρότυπο). Η δεύτερη έχει διαφορετική αφετηρία και θεωρεί ότι η εγκληματική συμπεριφορά προϋποθέτει την ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων. Στο πλαίσιο αυτής της δεύτερης οπτικής, οι θεωρίες της σύγκρουσης μπορούν να ομαδοποιηθούν σε τρεις υποκατηγορίες: η πρώτη υποκατηγορία θεωριών επηρεάζεται από τη σχολή της συμβολικής αλληλεπίδρασης, η δεύτερη από τη μαρξιστική σχολή των συγκρούσεων και η τρίτη από την (μη μαρξιστική), κριτική σχολή της σύγκρουσης.
Θεωρίες της σύγκρουσης για την αποκλίνουσα συμπεριφορά
Οι θεωρίες της σύγκρουσης και εννοούμε και τις τρεις υποκατηγορίες: συμβολική αλληλεπίδραση, μαρξιστική θεωρία, κριτική θεωρία οριοθετούν το έγκλημα ως μια πράξη η οποία αμφισβητεί τις αξίες της κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας, αμφισβητεί την κυρίαρχη ηθική. Επομένως εγκληματίας είναι εκείνος που παραβαίνει τον κώδικα αξιών της κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας.
Όταν κάποιος παραβαίνει το νόμο, αντιμετωπίζει το μηχανισμό του τυπικού κοινωνικού ελέγχου. Στη λειτουργία όμως τόσο της αστυνομίας όσο και του δικαστικού συστήματος υπάρχουν διαδοχικά φιλτραρίσματα. Ένας άνθρωπος γίνεται ύποπτος για την αστυνομία, όταν διαθέτει το ανάλογο προφίλ του ενόχου (π.χ. άτομο κατώτερου κοινωνικού στάτους). Ένας τέτοιος άνθρωπος δικάζεται με διαφορετική (μεγαλύτερη) ποινή, όσο τα περιθώρια του νόμου το επιτρέπουν, δεδομένου ότι τα κοινωνικοοικονομικά του χαρακτηριστικά δομούν το στίγμα του εγκληματία, άρα του επικίνδυνου για την κοινωνία. Από την άλλη πλευρά, αν κάποιος δε διαθέτει τα χαρακτηριστικά αυτά, δε «φαίνεται» δηλαδή εγκληματίας, δεν είναι ένας «συνήθης ύποπτος» μπορεί να τιμωρηθεί αν ποτέ δικαστεί με τη μικρότερη ποινή.
Η μαρξιστική και η κριτική θεωρία της σύγκρουσης, οι οποίες υποστηρίχτηκαν από αρκετούς εγκληματολόγους στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, υπογραμμίζουν το ρόλο των οικονομικών και των πολιτικών παραγόντων στον προσδιορισμό και την «παραγωγή» του εγκλήματος και της παραβατικής συμπεριφοράς. Οι θεωρίες αυτές επικεντρώνονται περισσότερο στα εγκλήματα των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων (π.χ. «του λευκού κολάρου») και λιγότερο στα εγκλήματα των κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ασθενέστερων τάξεων.
Η διαφορά μεταξύ της μαρξιστικής και της μη μαρξιστικής κριτικής προσέγγισης της εγκληματικότητας είναι η εξής: η μαρξιστική θεωρία, που αναπτύχτηκε πρώτα, προϋποθέτει ότι ο οικονομικός παράγοντας διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στην εγκληματικότητα και ότι ο τρόπος με τον οποίο η καπιταλιστική τάξη χειρίζεται τα θέματα της αποκλίνουσας συμπεριφοράς αποσκοπεί στη συνέχιση της κατοχής από αυτήν των μέσων παραγωγής. Αντίθετα, η κριτική θεωρητική προσέγγιση της εγκληματολογίας δεν περιορίζεται μόνο στην οικονομική ισχύ της κυρίαρχης τάξης, αλλά υπογραμμίζει και τη σημασία της πολιτικής εξουσίας ως παράγοντα καθορισμού του Ποινικού Δικαίου και των εγκληματικών πράξεων.
Πρόσθετες πληροφορίες
Σύμφωνα με τον Μαρξ, ο καπιταλισμός θα αντικατασταθεί στο μέλλον από μια κοινωνία όπου δεν θα υπάρχουν τάξεις δεν θα υπάρχουν εκτεταμένες διακρίσεις μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Δεν εννοούσε με αυτό ότι θα εξαλειφθούν όλες οι ανισότητες μεταξύ των ατόμων αλλά ότι οι κοινωνίες δεν θα διαιρούνται σε μια μικρή τάξη που μονοπωλεί την οικονομική και την πολιτική δύναμη και στη μεγάλη μάζα των ανθρώπων που καρπούνται μικρό μέρος του πλούτου που δημιουργεί η εργασία τους. Το οικονομικό σύστημα θα περιέλθει στην ιδιοκτησία της κοινότητας και θα δημιουργηθεί μια νέα κοινωνία περισσότερο ίση από αυτή που σήμερα γνωρίζουμε.
Το έργο του Μαρξ άσκησε μεγάλη επίδραση στον κόσμο του 20ού αιώνα. Μέχρι πρόσφατα, πριν από την πτώση του σοβιετικού κομμουνισμού, πάνω από το ένα τρίτο του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε σε κοινωνίες, οι κυβερνήσεις των οποίων ισχυρίζονταν ότι αντλούσαν την έμπνευσή τους από τις ιδέες του Μαρξ. Επιπλέον, πολλοί ήταν οι κοινωνιολόγοι που επηρεάστηκαν από τις ιδέες του Μαρξ για τις κοινωνικές τάξεις και τις ταξικές διακρίσεις.
Ρ. Μέρτον
Ευρετήριο
Κεφάλαιο 1: σχολή λειτουργισμού, σελ. 21
θεσμοί: λειτουργίες και δυσλειτουργίες, σελ. 21
Κεφάλαιο 9: απόκλιση σκοπού με μέσα, ανομία, σελ. 181
ΚΕΦ 1ο
Κατά τον Ρ. Μέρτον (R. Merton, 19102003), η κοινωνική πραγματικότητα προσεγγίζεται με βάση τις ιδέες και τους κανόνες που ακολουθούν τα ίδια τα άτομα.
Ο Μέρτον εξειδίκευσε ακόμη περισσότερο το λειτουργιστικό μοντέλο. Επισήμανε την ύπαρξη πολλών εναλλακτικών μορφών λειτουργιών, ιδίως σε οικουμενικούς θεσμούς όπως είναι, για παράδειγμα, η οικογένεια, η οποία διαφοροποιείται στις διάφορες κοινωνίες ως προς τη μορφή ή τις λειτουργίες της.
ΚΕΦ 9ο
Ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Μέρτον, διατύπωσε τη δική του θεωρία για την απόκλιση, βασιζόμενος στην κλασική έννοια της ανομίας που εισήγαγε ο Ντυρκέμ, στην οποία σημαντική θέση κατέχουν οι όροι «σκοπός» και «μέσα» για την επίτευξη των στόχων, ώστε να συμπεριλάβει και την ένταση που προκαλείται στη συμπεριφορά του ατόμου, όταν οι κανόνες συγκρούονται με την κοινωνική πραγματικότητα (ανομία). Για παράδειγμα, στη σύγχρονη κοινωνία ο γενικά αποδεκτός σκοπός είναι η υλική επιτυχία, ενώ τα μέσα προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός είναι η αυτοπειθαρχία, η μόρφωση και η σκληρή δουλειά. Κάποια άτομα όμως επιδιώκουν την επίτευξη των σκοπών τους με άλλα μέσα, κάποιες φορές αντισυμβατικά, ή αμφισβητούν τους σκοπούς και τα αποδεκτά μέσα επίτευξης τους. Η ανομία αυξάνεται όταν υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ των θεμιτών σκοπών και των μέσων για την επίτευξη τους.
Ο Μέρτον διακρίνει πέντε τύπους συμπεριφοράς με βάση το συνδυασμό σκοπών και μέσων: τη συμμόρφωση, την καινοτομία*, την τυπολατρία, τον αναχωρητισμό και την επανάσταση.
Πίνακας 9.2. Τυπολογία Μέρτον: Προσανατολισμός των συμπεριφορών σε συνδυασμό με τους σκοπούς και τα μέσα
Τύποι συμπεριφοράς
Μέσα
Σκοποί
Παραδείγματα
Συμμόρφωση
+
+
Επιχειρηματίες, βουλευτές
Καινοτομία
-
+
Εγκληματίες, παραβάτες
Τυπολατρία
+
-
Γραφειοκράτες, υπερπατριώτες
Αναχωρητισμός
-
-
Τοξικοεξαρτημένοι, ερημίτες
Επανάσταση
+/-
+/-
Επαναστάτες, φεμινίστριες
Γλωσσάρι
Στη θεωρία του Μέρτον «καινοτομία» είναι μια μορφή κοινωνικής προσαρμογής, όπου το άτομο αποδέχεται τους κοινωνικά προσδιορισμένους σκοπούς (π.χ. της επιτυχίας), αλλά δεν ακολουθεί τους κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους (π.χ. σκληρή εργασία κτλ.) προκειμένου να πετύχει τους σκοπούς αυτούς. Αντίθετα, ακολουθεί νέους, εναλλακτικούς τρόπους (π.χ. κλοπή) που τον οδηγούν σε παραβατική συμπεριφορά.
Τσ. Ρ. Μιλς
Ευρετήριο
Κεφάλαιο 1: κοινωνιολογική φαντασία, σελ. 15
Κεφάλαιο 7: μοντέλο της ελίτ, σελ. 141
Κεφ. 1ο
Η «κοινωνιολογική φαντασία» είναι ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Αμερικανό κοινωνιολόγο Τ. Ρ. Μιλς και σημαίνει την ικανότητα των ατόμων να συνδέουν αυτό που συμβαίνει στην προσωπική τους ζωή με τα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα. Αυτή η σύνδεση γίνεται εφικτή, όταν μπορέσουμε να σκεφτούμε τον εαυτό μας από κάποια απόσταση, όταν τον παρατηρήσουμε έξω από την καθημερινή μας ρουτίνα.
Κεφ. 7ο
Το μοντέλο των ελίτ
Βασικοί εκπρόσωποι αυτής της θέσης θεωρούνται ο Β. Παρέτο, ο Ρ. Μίκελς, ο Τσ.Ρ. Μιλς. Σύμφωνα με τον Β. Παρέτο, ελίτ είναι οι πρώτοι, οι διαλεχτοί, οι άριστοι μιας κατηγορίας προσώπων. Ειδικότερα, και σύμφωνα με τον Τσ. Ρ. Μιλς, που πρωτοστάτησε στην ανάπτυξη του σχετικού μοντέλου, η πολιτική ελίτ αποτελείται από την ηγετική ομάδα που εμφανίζεται ως κύριος φορέας άσκησης της πολιτικής εξουσίας και περιλαμβάνει όχι μόνο αυτούς που παίρνουν τις πολιτικές αποφάσεις, αλλά και αυτούς που ασκούν αντιπολίτευση και εκφράζουν κατεστημένα συμφέροντα.
Η οικονομική ελίτ αποτελείται κυρίως από διευθυντές μεγάλων επιχειρήσεων, μεγαλομετόχους και υψηλόβαθμα στελέχη των εργοδοτικών οργανώσεων. Αυτή η ελίτ λειτουργεί ως ομάδα πίεσης απέναντι στην πολιτική ελίτ με στόχο την υπεράσπιση των συμφερόντων της, ενώ, στην περίπτωση που νιώσει ότι τα συμφέροντα της απειλούνται, μπορεί να φτάσει μέχρι και στην ανατροπή της κυβέρνησης.
Τέλος, η στρατιωτική ελίτ αποτελείται από τα ανώτερα στελέχη των ένοπλων δυνάμεων, των σωμάτων ασφαλείας και της αστυνομίας. Ο ρόλος τους είναι τόσο σημαντικός, που εντάσσεται στις γραμμές της ιθύνουσας ελίτ.
Οι ηγέτες των τριών αυτών ελίτ επικοινωνούν μεταξύ τους και αλληλοδιαπλέκονται, καθώς τα συμφέροντα τους είναι ταυτόσημα, πράγμα που οδηγεί σε μια μη εκλεγμένη ολιγαρχία (με εξαίρεση την πολιτική ελίτ), η οποία λαμβάνει όλες τις πολιτικές αποφάσεις και κατευθύνει το εθνικό πεπρωμένο.
«Με αυτό το σχήμα αποδίδουμε την πυραμίδα της δύναμης του Το.Ρ. Μιλς, που περιλαμβάνει τρία επίπεδα. Το Α επίπεδο δείχνει την ομάδα που αποτελείται από την κυβέρνηση, τους στρατιωτικούς και τους διευθυντές μεγάλων επιχειρήσεων. Το Β δείχνει τις διάφορες ομάδες συμφερόντων που κατέχουν ένα μέσο επίπεδο δύναμης. Το Γ επίπεδο δείχνει τη «μαζική κοινωνία», το λαό, που έχει τη λιγότερη δύναμη και ελέγχεται από τα πάνω» [R.G. Braungart, 1976:225].
Το μοντέλο των ελίτ αφορά κυρίως την αμερικανική κοινωνία και δείχνει την καθολική κυριαρχία του οικονομικού παράγοντα πάνω στον πολιτικό. Αυτή η κυριαρχία μετασχηματίζει την πολιτική σε διαχείριση τεχνοδιοικητικής φύσεως, με ό,τι αυτό σημαίνει για την πλειονότητα των πολιτών. Οι τεχνοκράτες είναι σύμβουλοι σε κυβερνητικά γραφεία που προτείνουν την επίλυση διάφορων κοινωνικών προβλημάτων με βάση οικονομικά δεδομένα, παραγνωρίζοντας έτσι τις κοινωνικές ανάγκες και τις σοβαρές επιπτώσεις αυτής της πρακτικής στη ζωή των πολιτών. Ως εκ τούτου, με το συγκεκριμένο μοντέλο δεν εκφράζεται η λαϊκή βούληση, ενώ μεθοδεύεται η πρόσβαση οργανωμένων συμφερόντων και ισχυρών οικονομικών παραγόντων στην κυβέρνηση, είτε άμεσα είτε έμμεσα (όπως π.χ. μέσω της διαπλοκής και της σύμπλευσης του στρατιωτικού μηχανισμού με τη βιομηχανία όπλων και της από κοινού διαμόρφωσης αμυντικής και εξωτερικής πολιτικής).
Τζ. Μιντ
Ευρετήριο
Κεφάλαιο 1: σχολή συμβολικής αλληλεπίδρασης, σελ. 23
Κεφάλαιο 3: στάδια κοινωνικής ανάπτυξης παιδιού: προπαρασκευαστικό, ατομικό, ομαδικό, σελ. 57
διχοτόμηση εαυτού σε «εμέ» και «εγώ», σελ. 57-58
ΚΕΦ 1
Οι θεμελιωτές της σχολής της συμβολικής αλληλεπίδρασης ονόμασαν «σημαντικούς άλλους» όλα τα άτομα που επηρεάζουν περισσότερο την αυτοεικόνα και τη συμπεριφορά μας και τα οποία είναι συγκεκριμένα πρόσωπα του περιβάλλοντος μας.
Αλληλεπίδραση είναι η δραστηριότητα που αναπτύσσεται μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων κατά την οποία ο καθένας δρα (ενεργεί προς την κατεύθυνση του άλλου ή των άλλων) με βάση την εκδηλούμενη ή Προσδοκώμενη αντίδραση του άλλου.
Η συνεχής αλληλεπίδραση του ενός με τον άλλον (ή τους άλλους) είναι εφικτή μέσω της γλώσσας (λέξεις, χειρονομίες, γκριμάτσες). Η σχολή αυτή ονομάστηκε σχολή της συμβολικής αλληλεπίδρασης (ή της κοινωνικής διαντίδρασης), διότι κατά τη διάρκεια της αλληλεπίδρασης παράγονται ποικίλα νοήματα μέσω των γλωσσικών κατηγοριών, τα οποία βοηθούν να γίνεται αντιληπτός ο κόσμος γύρω μας. Οι γλωσσικές κατηγορίες ποικίλλουν μεταξύ διαφορετικών κοινωνιών, αλλά και στο πλαίσιο της ιδίας της κοινωνίας.
Η σχολή αυτή θεμελιώθηκε από τους Τσ. Κούλεϋ και Τζ. Μιντ
ΚΕΦ 3
Τι σημαίνει όμως για τον Μιντ κοινωνική αλληλεπίδραση;
Πρόκειται για μια διαδικασία κατά την οποία η στενή σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο (ή περισσότερους) ανθρώπους (με το παιχνίδι, τη συναναστροφή κτλ.) οδηγεί στη διαμόρφωση, μέρα με τη μέρα, μιας σχεδόν ιδιωτικής γλώσσας, ενός κώδικα επικοινωνίας μεταξύ τους, μέσω του οποίου παράγονται νοήματα και συμβολισμοί.
Τα στάδια της κοινωνικής ανάπτυξης του παιδιού είναι κατά τον Μιντ τρία:
1. Το προπαρασκευαστικό στάδιο της ασυντόνιστης, δοκιμαστικής και τυχαίας συμπεριφοράς, που συνοδεύεται από μιμήσεις.
2. Το στάδιο του ατομικού παιχνιδιού, κατά το οποίο το παιδί παίζει διαφορετικούς ρόλους. Για παράδειγμα, μπορεί να αλλάζει ρόλους, χωρίς συντονισμό ή λογική τάξη, και από ασθενής να γίνεται γιατρός ή από μαθητής δάσκαλος. Κατά το στάδιο αυτό οι «σημαντικοί άλλοι», που είναι συγκεκριμένα πρόσωπα από το κοινωνικό του περιβάλλον με τα οποία το παιδί έχει άμεσες, συχνές και στενές επαφές, ασκούν ιδιαίτερη επίδραση στη διαμόρφωση των προτύπων συμπεριφοράς του.
3. Το στάδιο του ομαδικού παιχνιδιού, κατά το οποίο συντελείται μετάβαση από τους απλούς ρόλους του ατομικού παιχνιδιού σε οργανωμένους κοινωνικούς ρόλους (με κανόνες, πρότυπα συμπεριφοράς, προσδοκίες). Σε αυτό το στάδιο πραγματοποιείται μέσω της κοινωνικοποίησης η αφομοίωση όλο και περισσότερων ρόλων και το παιδί σχηματίζει την εικόνα αυτού που ο Μιντ ονόμασε «γενικευμένο άλλο», δηλαδή αφομοιώνει τις στάσεις και τις αντιλήψεις που επικρατούν σε μια κοινωνία σε σχέση με τους διαφορετικούς όλους. Μέσω αυτής της αφομοίωσης των πολλαπλών ρόλων τα παιδιά εξελίσσονται σε κοινωνικά όντα.
Με την προσέγγιση του ο Μιντ συνέβαλε (όπως είδαμε στο κεφάλαιο 1) στη διχοτόμηση του εαυτού στο «εμέ» και το «εγώ». Ο «εαυτός» αποδίδεται με την έννοια του κοινωνικού «εμέ» (Me) σε αντιδιαστολή με το ψυχικό «εγώ» (Ι). «Το Εμέ αποτελεί τη σταθερή δομή του Εαυτού, σε αντίθεση με το Εγώ το οποίο αποτελεί την αυθόρμητη πλευρά του» (Χρ. ΝόβαΚαλτσούνη, 2000:212). Το «εμέ» αντιπροσωπεύει την κοινωνία, δηλαδή όλο εκείνο το σύστημα των προτύπων και των αξιών που αφομοιώνονται με την κοινωνικοποίηση. Το «εγώ» αντιπροσωπεύει τις παρορμήσεις του ατόμου, το αυθόρμητο και απρόβλεπτο μέρος του κοινωνικού του εαυτού.
Οι κοινωνιολόγοι που υιοθετούν τη λειτουργιστική ή τη μαρξιστική προσέγγιση της κοινωνικοποίησης δεν συμπεριλαμβάνουν στην οπτική τους τις έμφυτες παρορμήσεις και τα ένστικτα του ατόμου. Αντίθετα, δίνουν έμφαση στην επίδραση που ασκεί το κοινωνικό περιβάλλον στην ανάπτυξη του ατόμου.
Η κοινωνικοποίηση λοιπόν, σύμφωνα με τους κοινωνιολόγους που υιοθετούν τη λειτουργιστική προσέγγιση, αποσκοπεί:
• στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου,
• στην αποδοχή των προτύπων συμπεριφοράς από όλα τα μέλη της κοινωνίας,
• στην ένταξη των ατόμων στους κοινωνικούς θεσμούς και
• στη διασφάλιση και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
Έτσι, οι λειτουργιστές εξηγούν την κοινωνικοποίηση ως μια διαδικασία που περιλαμβάνει τους τρόπους με τους οποίους η ομάδα (ή συνολικά η κοινωνία) εργάζεται από κοινού για τη δημιουργία σταθερών κοινωνικών σχέσεων.
ΚΕΦ 5ο
Σύμφωνα με τον Κρ. Ντε Μοντιμπέρ η κοινωνιολογία έχει καταδείξει μέσα από την κριτική της ανάλυση ότι ο εκπαιδευτικός μηχανισμός εκπληρώνει συγκεκριμένες λειτουργίες:
1. Διαφυλάττει τον πολιτισμό του παρελθόντος. Η διαφύλαξη αυτή είναι σημαντική, γιατί ανταποκρίνεται στην ανάγκη διαιώνισης του πολιτισμού που έχουν αναπτύξει οι προηγούμενες γενιές.
2. Διασφαλίζει τη μετάδοση του πολιτισμού. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εκπαίδευση σμιλεύει και κατασκευάζει τον «καλλιεργημένο» άνθρωπο μιας κοινωνίας.
3. Προάγει την κοινωνική ενσωμάτωση του ατόμου, η οποία μπορεί να λάβει δύο μορφές: ηθική και νοητική. Το εκπαιδευτικό σύστημα έχει την ευθύνη να εξοπλίζει τα άτομα με ίδιες κατηγορίες σκέψης. Λόγω ίσως αυτής της λειτουργίας η εκπαίδευση θεωρήθηκε ως ιδεολογικός μηχανισμός αναπαραγωγής της κοινωνίας (και μάλιστα αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας).
4. Συμβάλλει στον επαγγελματικό προσανατολισμό του ατόμου. Συνεπώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σχολείο «διανέμει» προσόντα που θα επιτρέψουν στα άτομα να ενταχθούν στην αγορά της εργασίας.
Π. Μπουρντιέ
Ευρετήριο
Κεφάλαιο 5: θεωρία αναπαραγωγής της κοινωνίας μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα, σελ. 99
ΚΕΦ 5ο
Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Π. Μπουρντιέ κατέδειξε εμπειρικά ότι το εκπαιδευτικό σύστημα λειτουργεί ως σύστημα επιλογής που ευνοεί τις ανώτερες τάξεις σε βάρος των υπολοίπων. Αυτή η προνομιακή μεταχείριση των ανώτερων τάξεων είναι εμφανής στον τίτλο σπουδών που χορηγείται από το σχολείο. Ο χαρακτηρισμός της φοίτησης του μαθητή που αναγράφεται στον τίτλο σπουδών του είναι στην ουσία μια απονομή ιδιοτήτων στο μαθητή (P. Bourdieu, 2002:66). Αυτή η απονομή των ιδιοτήτων (είτε είναι θετική, όπως π.χ. «απολύεται με λίαν καλώς», είτε αρνητική, όπως «απορρίπτεται» ή «παραπέμπεται», που ισούται με στιγματισμό) κατατάσσει τα άτομα σε ιεραρχημένες τάξεις.
Επιπλέον, ο τίτλος σπουδών λειτουργεί και ως απόδειξη ότι αυτός που τον κατέχει συνδέεται με μια κουλτούρα που αποκτιέται από τη σχολική εκμάθηση. Όποιος δε διαθέτει αυτού του είδους την κουλτούρα εκτοπίζεται σε αδιαβάθμητα ινστιτούτα ή σε επαγγελματικές σχολές. Κατ' άλλους κοινωνιολόγους, οι τίτλοι σπουδών είναι εγγυήσεις «νοημοσύνης», οι οποίοι ήρθαν να αντικαταστήσουν τους παλαιούς τίτλους ευγενείας (που χαρακτήριζαν τη φεουδαρχική κοινωνία) ή, ακόμη, τους τίτλους ιδιοκτησίας. Γενικότερα, πρόκειται για τίτλους που δικαιώνουν αυτούς που αισθάνονται ήδη κυρίαρχοι.
Με αυτό τον τρόπο το εκπαιδευτικό σύστημα φαίνεται να καθιστά φυσικές τις κοινωνικές ανισότητες, αφού τις μετατρέπει σε ανισότητες κουλτούρας* και ευφυΐας, δηλαδή μετατρέπει τα κοινωνικά προνόμια σε αξιοκρατικά κριτήρια, έτσι που κάποιοι, για παράδειγμα, να είναι «φυσικά» προορισμένοι για ανώτερες σπουδές και κάποιοι για τεχνικές και επαγγελματικές σπουδές.
Ρ. Ντάρεντορφ
Ευρετήριο
Κεφάλαιο 1: σχολή συγκρούσεων, κοινωνική δύναμη, σελ. 22
ΚΕΦ 1ο
Η σχολή των συγκρούσεων
Εκπρόσωπος της σχολής αυτής είναι και ο Ρ. Ντάρεντορφ (γενν. το 1929), ο οποίος προσεγγίζει θεωρητικά εκτός από την έννοια της κοινωνικής τάξης, και αυτήν της κοινωνικής δύναμης. Οι συγκρούσεις στην κοινωνία δε σχετίζονται μόνο με την κατοχή του πλούτου, αλλά και με την κατοχή της κοινωνικής δύναμης ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες συμφερόντων. Οι κυρίαρχες ομάδες επιδιώκουν τη διατήρηση των δεδομένων σχέσεων, ενώ οι κυριαρχούμενες ομάδες επιδιώκουν την ανατροπή τους.
Όταν γίνεται ανακατανομή της εξουσίας, η σύγκρουση παύει να υφίσταται προσωρινά, για να επανέλθει, όταν επέλθει νέα ισορροπία στις σχέσεις εξουσίας. Έτσι, ο κύκλος των συγκρούσεων φαίνεται να είναι αέναος.
Ντυρκέμ Ε. (1858-1917)
Ευρετήριο
Κεφάλαιο 1: συλλογική συνείδηση, σελ. 19
κοινωνική αλληλεγγύη, σελ. 19
μηχανική αλληλεγγύη, σελ. 19
οργανική αλληλεγγύη, σελ. 19 και Κεφάλαιο 6 σελ. 111
τύποι αυτοκτονίας, σελ. 19
ανομία και αποκλίνουσα συμπεριφορά λόγω ανομίας Κεφάλαιο 9, σελ. 181
σχολή λειτουργισμού, σελ. 21
Κεφάλαιο 3: θρησκεία, σελ. 61
ανάπτυξη και κοινωνικοποίηση παιδιού σελ. 55
ΚΕΦ 1ο
Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Ντυρκέμ υποστήριζε ότι η κοινωνία είναι μια ηθική ενότητα ανθρώπων, οι οποίοι μοιράζονται τα ίδια συναισθήματα και την ίδια προσήλωση σε αξίες και κανόνες. Το σύνολο των αξιών και των κανόνων συγκροτεί τη «συλλογική συνείδηση», η οποία καθορίζει τη συμπεριφορά των ανθρώπων και διακρίνει μια κοινωνία. Η κοινωνική συνοχή των μελών μιας κοινωνίας εκφράζεται ως «κοινωνική αλληλεγγύη».
Οι προβιομηχανικές κοινωνίες στηρίζονταν σε αυτό που ο Ντυρκέμ ονόμασε μηχανική αλληλεγγύη, που σημαίνει μεγάλη κοινωνική ομοιομορφία, συνοχή και συναίνεση γύρω από τις αξίες και τις πεποιθήσεις. Σ' αυτές τις κοινωνίες υπήρχε επίσης πίεση για υπακοή στους κανόνες και μεγάλη εξάρτηση από τις παραδόσεις και την οικογένεια.
Αντίθετα, οι βιομηχανικές κοινωνίες στηρίζονται σε αυτό που ο Ντυρκέμ ονόμασε οργανική αλληλεγγύη η οποία βασίζεται στον υψηλό καταμερισμό εργασίας ανάμεσα σε εξειδικευμένους ρόλους. Ο υψηλός καταμερισμός εργασίας ωθεί τα μέλη των κοινωνιών αυτών στην αλληλεξάρτηση και στην ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών.
Ο Ντυρκέμ ήταν ο πρώτος κοινωνιολόγος που εισήγαγε τη στατιστική στις μελέτες του και συγκεκριμένα στο έργο του Η αυτοκτονία. Έδειξε ότι ορισμένες πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς ακόμα και αυτές που τις χαρακτηρίζουμε προσωπικές μπορεί να ερμηνευτούν κοινωνικά.
Συνέλεξε δεδομένα από διάφορες χώρες, που αφορούσαν 26.000 περιπτώσεις αυτοκτονιών τις οποίες ταξινόμησε με βάση κάποιους κοινωνικούς παράγοντες όπως είναι το θρήσκευμα, η οικογενειακή και η εργασιακή κατάσταση. Ύστερα από ενδελεχή ανάλυση κατέδειξε ότι οι παράγοντες αυτοί ασκούν τεράστια επιρροή στην αυτοκαταστροφική συμπεριφορά των ανθρώπων, που φτάνει ως την αυτοκτονία. Εξάλλου, η προτροπή του: «μελετήστε τα κοινωνικά γεγονότα ως πράγματα» σήμαινε ότι η κοινωνική ζωή έπρεπε να αναλυθεί με την ίδια επιστημονική αυστηρότητα που χαρακτήριζε την ανάλυση των φυσικών φαινομένων.
Αυτό που ήθελε να μελετήσει ο Ντυρκέμ ήταν το κατά πόσον τα ποσοστά και οι αιτίες αυτοκτονιών συνδέονταν με το βαθμό κοινωνικής ενσωμάτωσης των αυτοχείρων, αποκλείοντας κατ' αυτό τον τρόπο τους κλιματικούς και τους ψυχολογικούς παράγοντες.
Έτσι, προσδιόρισε τρεις τύπους αυτοκτονιών:
1. Την εγωιστική αυτοκτονία, που παρατηρείται ότι αυξάνεται όταν τα άτομα δεν έχουν αναπτύξει αρκετούς κοινωνικούς δεσμούς. Για παράδειγμα, οι ανύπαντροι ενήλικες αυτοκτονούν συχνότερα από ό,τι οι παντρεμένοι.
2. Την αλτρουιστική αυτοκτονία, που παρατηρείται όταν οι κοινωνικοί δεσμοί είναι πολύ δυνατοί. Οι μαζικές αυτοκτονίες μελών διάφορων θρησκευτικών οργανώσεων ή ατόμων που εκπαιδεύονται στο να δίνουν τη ζωή τους για την πατρίδα (π.χ. «καμικάζι» αποτελούν παραδείγματα αυτού του τύπου αυτοκτονίας).
3. Την ανομική αυτοκτονία, που εμφανίζεται σε περιόδους κατά τις οποίες παρατηρείται κοινωνική αποδιοργάνωση. Για παράδειγμα, οι ανομικές αυτοκτονίες αυξάνονται σε περιόδους οικονομικής κρίσης, αλλά και σε περιόδους ευημερίας, γιατί οι άνθρωποι χάνουν τους κοινωνικούς δεσμούς τους.
Η έννοια της ανομίας είναι βασική στο έργο του Ντυρκέμ, ο οποίος τη συνδέει με τις μεταβολές που παρατηρούνται στο σύγχρονο κόσμο, μεταβολές που είναι τόσο γρήγορες και τόσο έντονες, ώστε να δημιουργούν σε πολλούς ανθρώπους συναισθήματα ματαιότητας ή απελπισίας.
ΚΕΦ 3ο
Σύμφωνα με τον Ντυρκέμ η θρησκεία αποτελεί προβολή και θεοποίηση της ίδιας της ανθρώπινης κοινωνίας. Μέσα από τη διδασκαλία του θρησκευτικού δόγματος και τις θρησκευτικές τελετές επιβεβαιώνεται η συλλογική ταυτότητα των ομοθρήσκων (π.χ.«εμείς οι χριστιανοί», «εμείς οι μουσουλμάνοι», «εμείς οι εβραίοι») και ενισχύονται τα ιδανικά και οι αξίες της κοινωνίας. Η θρησκεία είναι στενά συνδεδεμένη με την εμπειρία της κοινότητας* γιατί ενισχύει τους δεσμούς μεταξύ των μελών της και ενώνει τους ομοθρήσκους.
ΚΕΦ 6ο
Για τον Ντυρκέμ ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας είναι η βάση της οργανικής αλληλεγγύης στις βιομηχανικές κοινωνίες. Εργοδότες και εργαζόμενοι έχουν τα ίδια συμφέροντα, γι' αυτό και η επιχείρηση πρέπει να λειτουργεί καλά. Η οπτική του Ντυρκέμ είναι αυτή της συνοχής της κοινωνίας
ΚΕΦ 9ο
Ανομία: Ο Ντυρκέμ προσπάθησε να αναλύσει κοινωνιολογικά την εμφάνιση της αποκλίνουσας συμπεριφοράς στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες. Χρησιμοποιώντας την έννοια της ανομίας εξήγησε για ποιο λόγο στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου επικρατεί η οργανική αλληλεγγύη και υπάρχει υψηλός βαθμός καταμερισμού της εργασίας, μπορεί να εμφανιστεί το έγκλημα. Για τον Ντυρκέμ, για να λειτουργήσει μια τέτοια κοινωνία συνεκτικά, θα πρέπει η συλλογική συνείδηση να καθορίζει το σύνολο των λειτουργιών και των ρόλων. Όταν όμως δεν επικρατεί η συλλογική συνείδηση, υπάρχει ανομία και πιθανόν έγκλημα, που είναι μια παθολογική κατάσταση η οποία εγείρει αντιδράσεις από το κοινωνικό σύνολο. Επομένως, σύμφωνα με τον Ντυρκέμ, η ανομία είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο και ως τέτοιο πρέπει να μελετάται. Εξάλλου οι ταχύτατες αλλαγές που συμβαίνουν στο σύγχρονο κόσμο οδηγούν συχνά στην ανομία.
Πρόσθετες Πληροφορίες
Ο Ντυρκάημ υποστήριζε πως ο καταμερισμός της εργασίας αντικαθιστούσε την θρησκεία ως βάση της κοινωνικής συνοχής. Όσο διευρύνεται ο καταμερισμός της εργασίας οι άνθρωποι εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο ο ένας από τον άλλον, διότι κάθε άτομο έχει ανάγκη από τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προσφέρουν τα άλλα επαγγέλματα. Σύμφωνα με τον Ντυρκάημ, οι διαδικασίες της μεταβολής στον σύγχρονο κόσμο είναι τόσο γρήγορες και έντονες, ώστε δημιουργούν μείζονες κοινωνικές δυσκολίες, τις οποίες συνέδεε με την ανομία, ένα συναίσθημα ματαιότητας ή απελπισίας, που το προκαλούσε η σύγχρονη κοινωνική ζωή. Οι παραδοσιακοί ηθικοί έλεγχοι και κανόνες, οι οποίοι προέρχονταν στο παρελθόν από τη θρησκεία, καταρρέουν σε μεγάλο βαθμό με την σύγχρονη κοινωνική ανάπτυξη. Πράγμα που κάνει πολλά άτομα στις σύγχρονες κοινωνίες να νιώθουν πως η καθημερινή ζωή τους δεν έχει νόημα.
Μια από τις πιο γνωστές μελέτες του Ντυρκάημ αφορούσε την ανάλυση των αυτοκτονιών (Durkheim 1952· πρωτοδημοσιεύτηκε το 1897). Η αυτοκτονία φαίνεται σαν μια εντελώς ατομική πράξη, το αποτέλεσμα της άκρας ανθρώπινης δυστυχίας. Ο Ντυρκάημ έδειξε όμως ότι οι κοινωνικοί παράγοντες ασκούν μια θεμελιώδη επίδραση στην αυτοκαταστροφική συμπεριφορά. Η ανομία είναι ένας από τους παράγοντες αυτούς. Τα ποσοστά της αυτοκτονίας εμφανίζουν κανονικές συχνότητες χρόνο με τον χρόνο, που πρέπει να ερμηνευτούν κοινωνιολογικά. Πολλές είναι οι αντιρρήσεις που μπορούν να διατυπωθούν για την μελέτη του Ντυρκάημ.
Γλωσσάρι
συλλογική συνείδηση: Η συνείδηση του κοινωνικού συνόλου, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από τη συνείδηση των μελών του, την οποία διαμορφώνει. Σύμφωνα με τον Ε. Ντυρκέμ είναι η «συνείδηση των συνειδήσεων», που εξασφαλίζει την κοινωνική συνοχή, αποτελεί το θεμέλιο της ανθρώπινης γνώσης και καθορίζει την ατομική συμπεριφορά και τις κοινωνικές σχέσεις.
Τ. Πάρσονς
Ευρετήριο
Κεφάλαιο 1: σχολή λειτουργισμού, σελ. 21
η έννοια του συστήματος, σελ. 21
ΚΕΦ 1ο
Ο λειτουργισμός (ή φονξιοναλισμός) είναι μια θεωρητική προσέγγιση στην οποία εντάσσονται έργα των κλασικών (Α. Κοντ, Χ. Σπένσερ, Ε. Ντυρκέμ) αλλά και έργα μεταγενέστερων Αμερικανών κοινωνιολόγων (Τ. Πάρσονς, Ρ. Μέρτον). Η σχολή αυτή ονομάστηκε «λειτουργισμός» (ή «φονξιοναλισμός») εξαιτίας της έμφασης που έδωσε στις λειτουργίες (functions) των θεσμών. Κυριάρχησε ουσιαστικά άνευ αντιπάλου κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα.
Από τα τέλη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ο Πάρσονς (Τ. Parsons, 19021979) κυριάρχησε στην αγγλόφωνη κοινωνιολογία. Ο στοχασμός του περιστρέφεται γύρω από τη σχέση ατόμου κοινωνίας.
Η κοινωνική ζωή είναι, σύμφωνα με τον Πάρσονς, ένα σύστημα, δηλαδή ένα πλέγμα διάφορων σχέσεων οι οποίες τείνουν προς τη σταθερότητα και την ισορροπία. Γι' αυτό το λόγο η οργανωτική αρχή της θεωρίας του είναι η έννοια του συστήματος.
Ζ. Φρόυντ
Ευρετήριο
Κεφάλαιο 3: ψυχοσεξουαλικά στάδια ανάπτυξης, σελ. 55
ψυχική οργάνωση της προσωπικότητας: εκείνο, εγώ, υπερεγώ, σελ. 55
μηχανισμοί άμυνας, σελ. 55
ΚΕΦ 3ο
Με τη θεωρία την οποία ανέπτυξε (ψυχαναλυτική μέθοδος) άσκησε σημαντική επίδραση στην εξέλιξη της ψυχολογίας, αλλά και στην ανάπτυξη των άλλων κοινωνικών επιστημών, των τεχνών και της φιλοσοφίας. Ο Φρόυντ, που ως ψυχίατρος είναι γνωστός κυρίως για την ανάπτυξη της θεωρίας της προσωπικότητας, διατύπωσε μια θεωρία που έχει δύο διαστάσεις.
Η πρώτη διάσταση αφορά τα ψυχοσεξουαλικά στάδια ανάπτυξης του ατόμου (στοματικό, πρωκτικό, φαλλικό, λανθάνουσας σεξουαλικότητας και γενετήσιας σεξουαλικότητας). Το καθένα από αυτά τα στάδια αντιστοιχεί με μια διαφορετική σωματική ζώνη ικανοποίησης. Σύμφωνα με τον Φρόυντ, η φυσιολογική ανάπτυξη του ατόμου προϋποθέτει την καταστολή των σεξουαλικών και επιθετικών ορμών του και την ταύτιση του με τα κοινωνικώς αποδεκτά πρότυπα του πατέρα ή της μητέρας, καθώς και την ανάπτυξη της κοινωνικής του συνείδησης.
Η δεύτερη διάσταση αφορά την ψυχική οργάνωση της προσωπικότητας και σχετίζεται περισσότερο με την ανάπτυξη του κοινωνικού εαυτού.
Σύμφωνα με τον Φρόυντ, η προσωπικότητα του ατόμου αποτελείται από τρία μέρη:
1. Το «εκείνο» (id), το οποίο περιλαμβάνει τα βιολογικά ένστικτα και τις ροπές και λειτουργεί μεβάση την άμεση ικανοποίηση των αναγκών (το ασυνείδητο).
2. Το «υπερεγώ» (superego), το οποίο αποτελείτο σύνολο των κανόνων συμπεριφοράς που η κοινωνία επιβάλλει στα μέλη της.
3. Το «εγώ» (ego), που αποτελεί τη συνειδητή πλευρά της προσωπικότητας, τις ψυχικές λειτουργίες με τις οποίες το άτομο ενεργεί. Το «εγώ» έχει ως βάση την πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι ρυθμίζεται από τις εσωτερικές παρορμήσεις του «εκείνο», αλλά και από τους περιορισμούς και τις απαγορεύσεις που επιβάλλει η κοινωνία
Από το «εκείνο», δηλαδή το ασυνείδητο, αναδύονται οι παρορμήσεις, τα ένστικτα και οι βιολογικές ορμές, οι οποίες συχνά συγκρούονται με το «υπερεγώ», δηλαδή την κοινωνία και τον πολιτισμό. Για να μπορέσει το άτομο να αντιμετωπίσει καταστάσεις που του προκαλούν ένταση και άγχος, καταφεύγει συχνά σε μηχανισμούς άμυνας. Ο Φρόυντ έχει περιγράψει έναν αριθμό αμυντικών μηχανισμών, οι οποίοι είναι κυρίως έργο του «εγώ». Λειτουργούν όμως υποσυνείδητα και αποσκοπούν στην εξασφάλιση μιας ισορροπίας μεταξύ των τριών μερών της προσωπικότητας. Επομένως το «εγώ» λειτουργεί συχνά ως εξισορροπητικός μηχανισμός ανάμεσα στο «εκείνο» και το «υπερεγώ».
Φ. Τέιλορ
Ευρετήριο
Κεφάλαιο 6: οργάνωση της εργασίας σε οριζόντια και κάθετη, ορθολογικοποίηση εργασίας, σελ. 111, 112, 114
ΚΕΦ 6
Ο καπιταλισμός υπήρξε από την αρχή ένα γιγάντιο εργαστήριο πειραματισμού για την αύξηση της παραγωγικότητας. Ερευνητές (μηχανικοί της εποχής) όπως ο Τέιλορ προσπάθησαν να κάνουν τις ομάδες των εργαζομένων να δουλέψουν όσο γίνεται πιο γρήγορα και πιο αποδοτικά, με αποτέλεσμα να επινοηθούν διαφορετικές κατά καιρούς τεχνικές οργάνωσης της εργασίας.
Ο Τέιλορ (F.W Taylor, 1856-1915) προτείνει την ορθολογικοποίηση των εργασιών στα εργοστάσια της Αμερικής, κατανέμοντας την εργασία:
• οριζόντια, έτσι ώστε κάθε εργάτης να εκτελεί μέρος της συνολικής εργασίας,
• κάθετα, έτσι ώστε να διαχωρίζεται η σύλληψη της οργάνωσης της εργασίας από την εκτέλεσή της.
Επειδή οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να κάνουν οι ίδιοι την επιστημονική ανάλυση της εργασίας τους, το συγκεκριμένο έργο ανατίθεται στους ειδικούς. Έτσι, οι εργάτες γίνονται πιο αποτελεσματικοί αφού μπορούν να περιοριστούν στην επανάληψη μερικών απλών κινήσεων. Στον Τέιλορ ανήκει η φράση «ο σωστός άνθρωπος στη σωστή θέση».
Χ. Φορντ
Ευρετήριο
Κεφάλαιο 6: σειρά συναρμολόγησης, σελ. 112
ΚΕΦ 6
Ο Φορντ (Η. Ford, 1863-1947) ακολουθώντας τα βήματα του Τέιλορ, προσθέτει στην οργάνωση της εργασίας το σύστημα της σειράς συναρμολόγησης. Κατ’αυτόν τον τρόπο ο εργαζόμενος εκτελεί μια μηχανοποιημένη εργασία. Δεν είναι δηλαδή οι εργάτες που μετακινούνται στο χώρο δουλειάς εκτελώντας συγκεκριμένες εργασίες, αλλά τα κομμάτια που πρόκειται να συναρμολογηθούν τα οποία μεταφέρονται μπροστά στον εργαζόμενο.
Οι εφαρμογές του τεϊλορικού και στη συνέχεια του φορντικού συστήματος οργάνωσης της εργασίας επέτρεψαν:
1. τη μείωση του μη ωφέλιμου εργάσιμου χρόνου (π.χ. του χρόνου που ξοδεύεται για συνομιλίες μεταξύ των εργαζομένων),
2. τη μείωση του χειρωνακτικού προσωπικού,
3. την αύξηση του ρυθμού εργασίας,
4. τη μαζική παραγωγή αγαθών (όπως το αυτοκίνητο Ford-T του 1908, χωρίς διαφοροποιήσεις στη μορφή ή το χρώμα),
5. τη δυνατότητα μαζικής ενσωμάτωσης στο εργατικό δυναμικό των μη καταρτισμένων μεταναστών, που ήταν Ευρωπαίοι αγροτικής καταγωγής, συχνά αναλφάβητοι,
6. τη μηχανοποίηση των εργοστασίων.
Βέμπερ Μαξ (1864 - 1920)
Γκίντενς Αν. (1938- )
Γκόφμαν Ε. (1922-1982)
Κοντ Α. (1798-1857)
Κούλεϋ Τσ. (1864-1929)
Μάγιο Ε. ( 1880-1949)
Μαρξ Κ (1818-1883)
Μέρτον Ρ. (1910-2013)
Μιλς Τ. Ρ. (1916-1962)
Μιντ Τζ. (1863-1932)
Μοντιμπέρ Κρ. Ντε (1944- )
Μπουρντιέ P. (1930-2002)
Ντάρεντορφ Ρ. (1929-2019)
Ντυρκέμ Ε. (1858-1917)
Πάρσονς Τ. (1902-1979)
Φρόυντ Ζ. (1856-1939)
Τέιλορ Φ. ( 1856-1915)
Φορντ X. ( 1863-1947)
Ευρετήριο θεωρητικών της κοινωνιολογίας από το βιβλίο της Γ' Λυκείου
Αύγουστος Κοντ
Κεφάλαιο 1: Νόμος των τριών σταδίων του ανθρώπινου πνεύματος, σελ. 17-18
Κεφάλαιο 1: Σχολή του λειτουργισμού, σελ. 21
Κεφάλαιο 7: Δημιουργία κράτους, σελ. 134
Καρλ Μαρξ
Κεφάλαιο 1: τρόπος παραγωγής, σελ. 18
Κεφάλαιο 1: εποικοδόμημα, σελ. 18
Κεφάλαιο 1: ταξική πάλη, σελ. 18
Κεφάλαιο 1: κράτος, σελ. 18
Κεφάλαιο 1: σχολή συγκρούσεων, σελ. 22
Κεφάλαιο 1: υπεραξία, σελ. 22
Κεφάλαιο 1: προλετάριος, σελ. 22
Κεφάλαιο 1: κράτος, σελ. 18
Κεφάλαιο 6: καταμερισμός εργασίας, σελ. 111
Κεφάλαιο 6: κοινωνικές τάξεις, σελ. 118
Κεφάλαιο 7: κράτος, σελ. 134, 143
Κεφάλαιο 7: μηχανισμοί καταστολής του κράτους, σελ. 143
Εμίλ Ντυρκέμ
Κεφάλαιο 1: συλλογική συνείδηση, σελ. 19
Κεφάλαιο 1: κοινωνική αλληλεγγύη, σελ. 19
Κεφάλαιο 1: μηχανική αλληλεγγύη, σελ. 19
Κεφάλαιο 1: οργανική αλληλεγγύη, σελ. 19 και Κεφάλαιο 6 σελ. 111
Κεφάλαιο 1: τύποι αυτοκτονίας, σελ. 19
Κεφάλαιο 1: ανομία και αποκλίνουσα συμπεριφορά λόγω ανομίας Κεφάλαιο 9, σελ. 181
Κεφάλαιο 1: σχολή λειτουργισμού, σελ. 21
Κεφάλαιο 3: θρησκεία, σελ. 61
Κεφάλαιο 3: ανάπτυξη και κοινωνικοποίηση παιδιού σελ. 55
Μαξ Βέμπερ
Κεφάλαιο 1: εξορθολογισμός, σελ. 20
Κεφάλαιο 1: κοινωνική δράση του ατόμου, σελ. 20
Κεφάλαιο 1: ιδεατός τύπος, σελ. 20
Κεφάλαιο 1: γραφειοκρατία, σελ. 20
Κεφάλαιο 3, θρησκεία, σελ. 20, 61
Κεφάλαιο 6: εργασία, προτεσταντισμός, σελ. 110
Κεφάλαιο 6: κοινωνική διαστρωμάτωση, δύναμη σελ. 119
Κεφάλαιο 6: κοινωνική τάξη, σελ. 119
Κεφάλαιο 7: δύναμη κι εξουσία, σελ. 134
Κεφάλαιο 7: πολιτική: ανταγωνισμός, επιβολή, αγώνας, σελ. 134-135
Κεφάλαιο 7: μορφές εξουσίας: παραδοσιακή, χαρισματική, ορθολογική, σελ. 135-137
Τ. Πάρσονς
Κεφάλαιο 1: σχολή λειτουργισμού, σελ. 21
Κεφάλαιο 1: έννοια του συστήματος, σελ. 21
Ρ. Μέρτον
Κεφάλαιο 1: σχολή λειτουργισμού, σελ. 21
Κεφάλαιο 1: θεσμοί: λειτουργίες και δυσλειτουργίες, σελ. 21
Κεφάλαιο 9: απόκλιση σκοπού με μέσα, ανομία, σελ. 181
Ε. Γκόφμαν
Κεφάλαιο 1: σχολή συμβολικής αλληλεπίδρασης, σελ. 23
Κεφάλαιο 1: κοινωνική ζωή-προσκήνιο/παρασκήνιο, σελ. 23
Κεφάλαιο 3: κοινωνικοί ρόλοι, σελ. 67-68
Τζ. Μιντ
Κεφάλαιο 1: σχολή συμβολικής αλληλεπίδρασης, σελ. 23
Κεφάλαιο 3: στάδια κοινωνικής ανάπτυξης παιδιού: προπαρασκευαστικό, ατομικό, ομαδικό, σελ. 57
Κεφάλαιο 3: διχοτόμηση εαυτού σε «εμέ» και «εγώ», σελ. 57-58
Λ. Αλτουσέρ
Κεφάλαιο 5: ανάπτυξη και κοινωνικοποίηση παιδιού, σελ. 55
Κεφάλαιο 7: μαρξιστικό μοντέλο εξουσίας: ιδεολογικοί μηχανισμοί, σελ. 143
Τσ. Ρ. Μιλς
Κεφάλαιο 1: κοινωνιολογική φαντασία, σελ. 15
Κεφάλαιο 7: μοντέλο της ελίτ, σελ. 141
Ρ. Ντάρεντορφ
Κεφάλαιο 1: σχολή συγκρούσεων, κοινωνική δύναμη, σελ. 22
Τ. Κούλεϋ
Κεφάλαιο 1: σχολή συμβολικής αλληλεπίδρασης, σελ. 23
Κεφάλαιο 1: κατοπτρικός εαυτός, σημαντικοί άλλοι, σελ. 23
Ζ. Φρόυντ
Κεφάλαιο 3: ψυχοσεξουαλικά στάδια ανάπτυξης, σελ. 55
Κεφάλαιο 3: ψυχική οργάνωση της προσωπικότητας: εκείνο, εγώ, υπερεγώ, σελ. 55
Κεφάλαιο 3: μηχανισμοί άμυνας, σελ. 55
Κρ. Ντε Μποντιμέρ
Κεφάλαιο 5: λειτουργίες εκπαιδευτικού μηχανισμού, σελ. 92
Π. Μπουρντιέ
Κεφάλαιο 5: θεωρία αναπαραγωγής της κοινωνίας μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα, σελ. 99
Φ. Τέιλορ
Κεφάλαιο 6: οργάνωση της εργασίας σε οριζόντια και κάθετη, ορθολογικοποίηση εργασίας, σελ. 111, 112, 114
Χ. Φορντ
Κεφάλαιο 6: σειρά συναρμολόγησης, σελ. 112
Ε. Μάγιο
Κεφάλαιο 6: θεωρητικό μοντέλο ανθρώπινων σχέσεων, κριτική στα μοντέλα του Τέιλορ και του Φορντ, σελ. 113
Οι κλασσικοί της κοινωνιολογίας
Αύγουστος Κοντ, Εμίλ Ντυρκέμ,
Καρλ Μαρξ, Μαξ Βέμπερ
Βιογραφία
Αύγουστος Κόντ
Ο Ογκίστ Κοντ (γαλλ. Isidore - Auguste - Marie - François - Xavier Comte, 19 Ιανουαρίου 1798 - 5 Σεπτεμβρίου 1857) ήταν Γάλλος φιλόσοφος, γνωστός ως ιδρυτής της κοινωνιολογίας και του θετικισμού.
Εμιλ Ντυρκέμ
Ο Εμίλ Ντ. Ντιρκέμ (γαλλ.: Emile D. Durkheim, 15 Απριλίου 1858, Επινάλ (Λωρραίνη) - 15 Νοεμβρίου 1917, Παρίσι) ήταν Γάλλος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, που θεωρείται μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες που συνέβαλαν στην εξέλιξη της επιστήμης της κοινωνιολογίας. Πολλοί τον αποκαλούν επίσης "Πατέρα του λειτουργισμού".
Κάρλ Μάρξ
Ο Καρλ Χάινριχ Μαρξ (Karl Heinrich Marx, 5 Μαΐου 1818 - 14 Μαρτίου 1883) ήταν Γερμανός φιλόσοφος, κοινωνιολόγος, δημοσιογράφος, ιστορικός, πολιτικός οικονομολόγος και θεωρείται ως θεμελιωτής του κομμουνισμού. Ασχολήθηκε με πολλά ζητήματα ως φιλόσοφος και δημοσιογράφος. Είναι κατ' εξοχήν γνωστός για την ανάλυση της ιστορίας σε όρους ταξικής πάλης.
Μαξ Βέμπερ
O Μαξιμίλιαν Καρλ Έμιλ Βέμπερ (Maximilian Karl Emil Max Weber, 21 Απριλίου 1864 – 14 Ιουνίου 1920) ήταν Γερμανός κοινωνιολόγος και πολιτικός οικονομολόγος, του οποίου οι ιδέες επηρέασαν την κοινωνική θεωρία, την κοινωνική έρευνα και το σύνολο της επιστήμης της κοινωνιολογίας.
Έννοιες κλειδιά
Αύγουστος Κόντ
Τρία στάδια ανθρώπινου πνεύματος (Θεολογικό – μεταφυσικό – Θετικό)
Εμιλ Ντυρκέμ
Συλλογική συνείδηση,
μηχανική – κοινωνική αλληλεγγύη,
στατιστική μελέτη,
ανομία
Κάρλ Μάρξ
Ιστορικός υλισμός (οικονομική βάση – εποικοδόμημα),
Ταξική πάλη (αστοί – προλετάριοι)
Υπεραξία εργασίας
Μαξ Βέμπερ
Εξορθολογισμός,
κοινωνική δράση,
ιδεατός τύπος,
δύναμη κ εξουσία
Σχολές (συσχετιζόμενες) - Θεωρίες
Αύγουστος Κόντ
Λειτουργισμός.
Εμιλ Ντυρκέμ
Λειτουργισμός.
Κάρλ Μάρξ
Μαρξισμός – σχολή συγκρούσεων – σχολή Φρανκφούρτης.
Μαξ Βέμπερ
Θεωρίες δράσης. Άσκησε επιρροή στην σχολή της συμβολικής αλληλεπίδρασης.
Αντιλήψεις για την κοινωνία
Αύγουστος Κόντ
Σε κάθε ιστορική περίοδο οι κοινωνίες χαρακτηρίζονται από το αντίστοιχο στάδιο της εξέλιξης του ανθρώπινου πνεύματος.
Εμιλ Ντυρκέμ
Η κοινωνία είναι μια ηθική ενότητα ανθρώπων, οι οποίοι μοιράζονται τα ίδια συναισθήματα και την ίδια προσήλωση σε αξίες και κανόνες. Το σύνολο των αξιών και των κανόνων συγκροτεί τη «συλλογική συνείδηση», η οποία καθορίζει τη συμπεριφορά των ανθρώπων και διακρίνει μια κοινωνία. Η κοινωνική συνοχή των μελών μιας κοινωνίας εκφράζεται ως «κοινωνική αλληλεγγύη».
Κάρλ Μάρξ
Ο Μαρξ θεωρούσε ότι ο εκάστοτε τρόπος παραγωγής (η οικονομική βάση) καθορίζει τις κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές διαδικασίες της κοινωνίας (εποικοδόμημα).
Μέχρι σήμερα η ιστορία κάθε κοινωνίας είναι η ιστορία των κοινωνικών συγκρούσεων και της πάλης των τάξεων (π.χ. στο καπιταλιστικό σύστημα είναι η πάλη ανάμεσα στους κεφαλαιοκράτες και τους εργάτες)
Μαξ Βέμπερ
Η κοινωνία είναι ένα πεδίο που εκτυλίσσεται η κοινωνική δράση των ατόμων και η νοηματοδότησή της από αυτά. Τρείς τύποι κοινωνικής διαστρωμάτωσης: Ο πρώτος τύπος διαμορφώνεται ανάλογα με τη θέση του καθενός στην ιεραρχία του γοήτρου. Κάθε ομάδα από το σύνολο των κοινωνικών ομάδων χαρακτηρίζεται από έναν τρόπο ζωής, ένα καταναλωτικό πρότυπο, ένα σύνολο ιδιαίτερων αξιών. Ο δεύτερος τύπος διαμορφώνεται με βάση την κατανομή της δύναμης μεταξύ των ατόμων, πράγμα που σημαίνει την επιρροή που μπορεί να ασκήσει ένα άτομο στη δράση μιας ομάδας. Ο τρίτος τύπος κοινωνικής διαστρωμάτωσης είναι αυτός των κοινωνικών τάξεων. Η κοινωνική τάξη αναφέρεται ως ένα σύνολο ατόμων που έχουν τις ίδιες «ευκαιρίες στην αγορά», έχουν δηλαδή κοινά οικονομικά συμφέροντα, τα οποία φροντίζουν να τα υπερασπίζονται.
Η κοινωνιολογία και ο ρόλος των κοινωνικών επιστημόνων
Αύγουστος Κόντ
Ο νέος κλάδος θα μπορούσε να μας βοηθήσει στην κατανόηση της κοινω- νίας, η οποία θα βασίζεται σε αυστηρές επιστημονικές αποδείξεις. Γι’ αυτό προσπάθησε να θεμελιώσει τη νέα επιστήμη χρησιμοποιώντας τις μεθόδους και τους τρόπους παρατήρησης και ανάλυσης της φυσικής, καθώς πίστευε ότι με αυτό τον τρόπο η κοινωνιολογία θα μπορούσε να εξηγήσει με αυστηρό και αντικειμενικό τρόπο τα κοινωνικά φαινόμενα, την κοινωνική οργάνωση και τις κοινωνικές μεταβολές.
Εμιλ Ντυρκέμ
Παρά το γεγονός ότι ακολούθησε σε αρκετά σημεία τον Κοντ, ο Ντυρκάημ πίστευε πως οι ιδέες του προκατόχου του ήταν πολύ αόριστες και εικοτολογικές και ότι ο Κοντ δεν πραγματοποίησε ικανοποιητικά το πρόγραμμά του να εδραιώσει την κοινωνιολογία σε επιστημονικές βάσεις. Για να γίνει επιστημονική, σύμφωνα να με τον Ντυρκάημ, η κοινωνιολογία πρέπει να μελετάει κοινωνικά γεγονότα, όψεις της κοινωνικής ζωής που διαμορφώνουν τις ενέργειές μας ως ατόμων. Όπως η κατάσταση της οικονομίας ή οι επιδράσεις της θρησκείας.
Κάρλ Μάρξ
Οι κοινωνικές επιστήμες πρέπει να στοχεύουν στην αλλαγή του κόσμου και όχι μόνο στη μελέτη του.
Μαξ Βέμπερ
Ο Βέμπερ υποστήριζε ότι οι άνθρωποι δρουν με βάση τη δική τους αντίληψη για τα πράγματα. Οι κοινωνιολόγοι πρέπει να ανακαλύψουν τα προσωπικά νοήματα και τις αξίες των ανθρώπων. Για να ανακαλύψουμε αυτά τα νοήματα, θα πρέπει να «μπούμε στη θέση του άλλου», να δούμε τα πράγματα από τη δική του οπτική γωνία. Μόνο έτσι θα καταλάβουμε την κοινωνική συμπεριφορά του και τις αιτίες της.
Τους ιδεατούς τύπους κατασκευάζει ο ερευνητής ως εργαλεία για την κατανόηση των πραγματικών κοινωνικών πράξεων, αλλά και των κοινωνικών φαινομένων και διαδικασιών. Έτσι, για παράδειγμα, ο Βέμπερ κατέγραψε τους ιδεατούς τύπους όχι μόνον των κοινωνικών πράξεων, αλλά και τον ιδεατό τύπο της γραφειοκρατίας, της εξουσίας κτλ.
το κράτος
Αύγουστος Κόντ
Ο Κοντ θεωρεί ότι το κράτος είναι αποτέλεσμα της αύξησης του μεγέθους των κοινωνιών και κατά συνέπεια της πολυπλοκότητας τους (όσο πιο μεγάλες πληθυσμιακά είναι οι κοινωνίες τόσο μεγαλύτερη ανάγκη έχουν από σύνθετες δομές διοίκησης).
Εμιλ Ντυρκέμ
Κάρλ Μάρξ
Ο Μαρξ αποδίδει τη γένεση του κράτους στη διαφοροποίηση της κοινωνίας, δηλαδή στο διαχωρισμό αυτών που κατέχουν τα μέσα παραγωγής και ιδιοποιούνται το κέρδος από αυτούς που το μόνο που κατέχουν είναι η δύναμη της εργασίας τους.
Ισχυρίστηκε ότι το κράτος υπηρετεί τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων και χάρη στους θεσμικούς μηχανισμούς καταστολής που διαθέτει μπορεί να ασκεί την εξουσία του στα εργατικά στρώματα. Οι κυριότεροι μηχανισμοί καταστολής που χρησιμοποιεί το κράτος είναι η αστυνομία, ο στρατός, τα δικαστήρια, οι φυλακές. Η μαρξιστική οπτική θεωρεί ότι τόσο η ελιτίστικη όσο και η πλουραλιστική άποψη συγκαλύπτουν την πραγματικότητα ή ενισχύουν την αυταπάτη της ύπαρξης αυτόνομου πολιτικού πεδίου.
προσεγγίσεις της κοινωνικής μεταβολής
Αύγουστος Κόντ
Σύμφωνα με το μοντέλο του Κοντ, το ανθρώπινο πνεύμα προχωρά από το θεολογικό στο μεταφυσικό τρόπο σκέψης, για να καταλήξει στο θετικό τρόπο που αποτελεί την κορυφαία φάση της εξέλιξης του πνεύματος. Τα στάδια αυτά αντιστοιχούν σε διαφορετικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης όπως εμφανίζονται ιστορικά.
Η εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος που ξεκίνησε από το θεολογικό στάδιο και ολοκληρώθηκε στο θετικό στάδιο είναι το κλειδί για την μετάβαση από τις προβιομηχανικές στις βιομηχανικές κοινωνίες.
Εμιλ Ντυρκέμ
Η ανάλυση που έκανε της κοινωνικής μεταβολής βασιζόταν στην εξέλιξη του καταμερισμού της εργασίας (η ανάπτυξη σύνθετων διαφοροποιήσεων των διαφόρων απασχολήσεων). Η έννοια της ανομίας είναι βασική στο έργο του Ντυρκέμ, ο οποίος τη συνδέει με τις μεταβολές που παρατηρούνται στο σύγχρονο κόσμο, μεταβολές που είναι τόσο γρήγορες και τόσο έντονες, ώστε να δημιουργούν σε πολλούς ανθρώπους συναισθήματα ματαιότητας ή απελπισίας.
Ο Ντυρκέμ υποστήριζε πως ο καταμερισμός της εργασίας αντικαθιστούσε την θρησκεία ως βάση της κοινωνικής συνοχής. Όσο διευρύνεται ο καταμερισμός της εργασίας οι άνθρωποι εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο ο ένας από τον άλλον, διότι κάθε άτομο έχει ανάγκη από τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προσφέρουν τα άλλα επαγγέλματα.
Κάρλ Μάρξ
Δεν είναι οι ιδέες ή οι αξίες που πρεσβεύουν οι άνθρωποι (όπως υποστήριζε ο Ντυρκάημ) που αποτελούν τη βασική πηγή της κοινωνικής μεταβολής. Η κοινωνική μεταβολή προωθείται μάλλον από τις οικονομικές επιδράσεις. Οι συγκρούσεις μεταξύ των τάξεων -των πλουσίων εναντίον των φτωχών- προσφέρουν τα κίνητρα της ιστορικής εξέλιξης. Σύμφωνα με τα λόγια του Μαρξ, «ολόκληρη η μέχρι σήμερα ιστορία είναι η ιστορία των ταξικών συγκρούσεων».
Μαξ Βέμπερ
Όπως και οι άλλοι στοχαστές, ο Βέμπερ προσπαθούσε να καταλάβει την κοινωνική μεταβολή. Είχε επηρεαστεί από τον Μαρξ, παρέμενε όμως έντονα κριτικός απέναντι σε μερικές από τις κυριότερες θέσεις του. Απέρριπτε την υλιστική θεώρηση της ιστορίας και έβλεπε την πάλη των τάξεων ως λιγότερο σημαντική από ό,τι ο Μαρξ. Κατά τον Βέμπερ, οι οικονομικοί παράγοντες είναι σημαντικοί, οι ιδέες όμως και οι αξίες ασκούν εξίσου μεγάλη επιρροή στην κοινωνική μεταβολή.
Θεώρησε τον εξορθολογισμό ως ένα κλειδί που μας επιτρέπει να δούμε τη μετάβαση από την προβιομηχανική στην καπιταλιστική βιομηχανική κοινωνία. Ο ορθολογισμός είναι αυτός που δίνει έμφαση στη λογική και τον προγραμματισμό. Το σύστημα εξορθολογισμού είναι απρόσωπο, λειτουργεί στο πλαίσιο τυπικών κανόνων και απετέλεσε το κύριο χαρακτηριστικό του καπιταλισμού και του δυτικού πολιτισμού.
Στις προβιομηχανικές κοινωνίες κυριαρχούσε η προκατάληψη, το συναίσθημα και η τύχη. Έτσι, η γεωργική παραγωγή καθοριζόταν από τη μοίρα ή άλλες υπερφυσικές δυνάμεις. Η επικράτηση του καπιταλισμού είχε ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την υποχώρηση των θρησκευτικών και των ηθικών αξιών, καθώς και των παραδοσιακών τρόπων προσανατολισμού της δράσης των ανθρώπων που κυριαρχούσαν στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες.
χαρακτηριστικά της βιομηχανικής - καπιταλιστικής κοινωνίας
Αύγουστος Κόντ
Αντιστοιχούν στο θετικό στάδιο, στο οποίο ο άνθρωπος παρατηρεί τα φαινόμενα και ανακαλύπτει τους νόμους που τα διέπουν. Σ’ αυτό το στάδιο κυριαρχούν οι επιστήμονες και οι επιχειρηματίες, ενώ η κυρίαρχη κοινωνική οντότητα είναι η ανθρωπότητα στο σύνολό της.
Εμιλ Ντυρκέμ
Η οργανική αλληλεγγύη διαμορφώνει τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων κοινωνιών. Ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας είναι η βάση της οργανικής αλληλεγγύης στις βιομηχανικές κοινωνίες. Εργοδότες και εργαζόμενοι έχουν τα ίδια συμφέροντα, γι' αυτό και η επιχείρηση πρέπει να λειτουργεί καλά. Η οπτική του Ντυρκέμ είναι αυτή της συνοχής της κοινωνίας.
Κάρλ Μάρξ
Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής η οικονομική (ή υλική) βάση εκφράζεται από τις παραγωγικές σχέσεις των καπιταλιστών και των εργατών, ενώ το κράτος αποτελεί όργανο των καπιταλιστών.
Κυριαρχεί η πάλη των τάξεων μεταξύ καπιταλιστών (ή κεφαλαιοκρατών ή αστικής τάξης) και των εργατών (ή προλετάριων ή εργατικής τάξης).
Ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας είναι αυτός που φέρνει σε αντίθεση συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες: οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής και οι εργάτες έρχονται σε σύγκρουση όσον αφορά τη διανομή του πλούτου που δημιουργείται από την εργασία (υπεραξία), αφού βέβαια δεν έχουν τα ίδια συμφέροντα. Αυτή η αντιπαράθεση αποτελεί τη βάση της πάλης των τάξεων.
Μαξ Βέμπερ
Η οργάνωση της καπιταλιστικής επιχειρηματικής δραστηριότητας χαρακτηρίζεται από ορθολογική οργάνωση της εργασίας μέσα στο εργοστάσιο, αλλά και από ορθολογική εκτίμηση των ευκαιριών στην αγορά. Ο Βέμπερ θεώρησε ότι ο ορθολογικός τρόπος δράσης και οργάνωσης που καθορίζει όλους τους τομείς της καπιταλιστικής κοινωνίας (οικονομία, κράτος, νομικοί θεσμοί, γραφειοκρατία κτλ.) στηρίχτηκε στην επιστήμη και εξελίχτηκε παράλληλα με την επικράτηση της τεχνολογίας.
Η εμφάνιση του προτεσταντισμού, ο οποίος έδινε έμφαση στις αξίες της ασκητικής ζωής, της αποταμίευσης, της σκληρής εργασίας και της επένδυσης, συνδέεται ιστορικά με την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ευρώπη. Είναι προφανές επομένως ότι η θρησκεία μπορεί να επηρεάσει τον οικονομικό και τον επαγγελματικό προσανατολισμό των ανθρώπων.
επιρροή
Αύγουστος Κόντ
Στην αρχή ο Κοντ χρησιμοποίησε τον όρο «κοινωνική φυσική», που τον χρησιμοποιούσαν όμως και μερικοί από τους πνευματικούς ανταγωνιστές του.
Αναγνωρίζεται ως ο «ανάδοχος» της κοινωνιολογίας, αφού ήταν αυτός που πρότεινε τον όρο «κοινωνιολογία» (sociologie) για τη νέα επιστήμη.
Η προσέγγιση του Κοντ βοήθησε την εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης για την κοινωνία, σήμερα όμως δεν τυγχάνει ευρύτερης αποδοχής μεταξύ των κοινωνιολόγων, διότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί στις σημερινές κοινωνίες.
Εμιλ Ντυρκέμ
Ο Ντυρκέμ ήταν ο πρώτος κοινωνιολόγος που εισήγαγε τη στατιστική στις μελέτες του και συγκεκριμένα στο έργο του Η αυτοκτονία. Έδειξε ότι ορισμένες πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς ακόμα και αυτές που τις χαρακτηρίζουμε προσωπικές μπορεί να ερμηνευτούν κοινωνικά.
Ο Ντυρκέμ προσπάθησε να αναλύσει κοινωνιολογικά την εμφάνιση της αποκλίνουσας συμπεριφοράς στις σύγχρονες βιομηχανικές κοινωνίες χρησιμοποιώντας την έννοια της ανομίας.
Κάρλ Μάρξ
Παρατηρώντας την εξαθλίωση των εργατών στην Αγγλία στα μέσα του 19ου αιώνα, αναδεικνύει την αντίθεση ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις (εργατική - αστική).
Οι ιδέες του Μαρξ για τις κοινωνικές τάξεις και τις ταξικές διακρίσεις άσκησαν και συνεχίζουν να ασκούν μεγάλη επιρροή στους κοινωνιολόγους.
Μαξ Βέμπερ
Βέμπερ ασχολήθηκε με πολλά κοινωνικά ζητήματα όπως, για παράδειγμα, με τις έννοιες της δύναμης και της εξουσίας, με τις θρησκείες ανά τον κόσμο, με τη βαθύτερη φύση των κοινωνικών τάξεων, καθώς και με την ανάπτυξη της γραφειοκρατίας ως κοινωνικού φαινομένου. Χάρη στην ποιότητα της σκέψης και του έργου του, αλλά και της ποικιλίας των ενδιαφερόντων του, ο Βέμπερ είχε καθοριστική επιρροή στην ανάπτυξη της κοινωνιολογίας.
Βιογραφία
Έννοιες Κλειδιά
Σχολή
η κοινωνία
η κοινωνιολογία
το κράτος
η κοινωνική μεταβολή
η καπιταλιστική κοινωνία
η επιρροή
<
>
x
1ο Κεφάλαιο
Ερωτήσεις σύντομης ανάπτυξης
1. Ποιες αλλαγές συντελέστηκαν κατά την μετάβαση στην βιομηχανική επανάσταση και πως αυτές συντέλεσαν στην εμφάνιση της επιστήμης της κοινωνιολογίας
2. Ποιο είναι το αντικείμενο μελέτης της κοινωνιολογίας; Αναφέρετε πέντε ενδεικτικά ερωτήματα που την απασχολούν.
3. Ποια είναι η κοινωνιολογική προσέγγιση του ερωτήματος «ποια είναι η σχέση του έρωτα με το γάμο»;
4. Τι είναι η κοινωνιολογική φαντασία; Ποια η χρησιμότητά της στην κατανόηση της κοινωνικής μας πραγματικότητας, σε αντίθεση με την συμβατική γνώση;
5. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής θεωρίας που την διαφοροποιούν από την καθημερινή θεωρητική σκέψη;
6. Ποια ήταν η στάση του Α. Κόντ απέναντι στην επιστήμη και τις μεθόδους της κοινωνιολογίας;
7. Ποια ήταν τα τρία στάδια εξέλιξης του ανθρώπινου πνεύματος κατά τον Κοντ; Ποια ήταν η κυρίαρχη κοινωνική οντότητα σε κάθε στάδιο;
8. Πως ανέλυε ο Μαρξ το καπιταλιστικό σύστημα με βάση τις παραγωγικές σχέσεις;
9. Πως, κατά τον Μαρξ, καθορίζονται οι κοινωνικές, πολιτικές και πνευματικές διαδικασίες της κάθε κοινωνίας;
10. Τι είναι η “ταξική πάλη” και ποια η σημασία της στην ιστορική εξέλιξη, κατά τον Μάρξ;
11. Τι είναι η “κοινωνική αλληλεγγύη” κατά τον Ντυρκέμ και πως εμφανίζεται στις προβιομηχανικές και τις βιομηχανικές κοινωνίες;
12. Αναπτύξτε ένα παράδειγμα της επιστημονικής προσέγγισης των κοινωνικών φαινομένων από τον Ντυρκέμ.
13. Ποιες μορφές αυτοκτονιών διέκρινε ο Ντυρκέμ στις μελέτες του; Εξηγήστε το πως αυτές συνδέονταν με το επίπεδο της κοινωνικής ενσωμάτωσης των αυτόχειρων, παραθέτοντας αντίστοιχα παραδείγματα.
14. Τι αφορά η έννοια της ανομίας κατά τον Ντυρκέμ; Πώς σχετίζεται με το φαινόμενο της αυτοκτονίας;
15. Με ποια κοινωνικά ζητήματα ασχολήθηκε στο έργο του ο Μαξ Βέμπερ;
16. Τι αφορά η έννοια του εξορθολογισμού και πως την χρησιμοποίησε ο Βέμπερ για να ερμηνεύσει τον τρόπο μετάβασης από τις προβιομηχανικές στις βιομηχανικές καπιταλιστικές κοινωνίες;
17. Πως μπορούμε, κατά τον Βέμπερ, να εξηγήσουμε την κοινωνική συμπεριφορά των ατόμων; Παραθέστε τα είδη των κοινωνικών δράσεων με αντίστοιχα παραδείγματα.
18. Τι είναι ένας “ιδεατός τύπος” κατά τον Βέμπερ; Πως προσέγγισε με την έννοια αυτή την “γραφειοκρατία”;
Ερωτήσεις κριτικής σκέψης
1. Πως θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε κοινωνιολογικά μια καθημερινή πράξη – συνήθεια όπως το να πιούμε μια κούπα καφέ;
2. Χρησιμοποιώντας την προσέγγιση της Κοινωνιολογικής φαντασίας, αναλύστε την φράση “τι θα φάμε σήμερα μαμά;”
3. Εξηγήστε πως, σύμφωνα με τον Τ. Κούλεϋ, ο κοινωνικός περίγυρος μπορεί να διαμορφώσει την αυτοεικόνα του ατόμου. --
4. Εξηγήστε με ποιόν τρόπο, κατά τον Ε. Γκόφμαν, οι κοινωνική συμπεριφορά των ατόμων μεταβάλλεται ανάλογα με το κοινωνικό πλαίσιο. –
5. Με ποιον τρόπο θα μπορούσε να γίνει διεπιστημονική μελέτη του θεσμού της οικογένειας από τις επιστήμες τις κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, της οικονομίας, της πολικής και της ιστορίας; --
Ερωτήσεις σύνθεσης
1. Σχολιάστε - εξηγήστε την παρακάτω είδηση λαμβάνοντας υπόψη:
α) την κοινωνική θεωρία του Ε. Ντυρκέμ για την αυτοκτονία,
β) την θεωρία του Μ. Βέμπερ για την κοινωνική δράση των ατόμων.
«Είκοσι έξι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους χθες από το διπλό χτύπημα της Αλ Κάιντα εναντίον σουνιτικών οργανώσεων, που συνεργάζονται με τις αμερικανικές δυνάμεις για την εκδίωξη της οργάνωσης από το Ιράκ. Η πρώτη επίθεση σημειώθηκε όταν γυναίκα καμικάζι παρέσυρε στο θάνατο τουλάχιστον 16 ανθρώπους και τραυμάτισε περισσότερους από είκοσι, πυροδοτώντας τα εκρηκτικά με τα οποία ήταν ζωσμένη...» Πηγή: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 8/12/07
2. Ποια τα χαρακτηριστικά των προβιομηχανικών και των βιομηχανικών κοινωνιών, από την οπτική της δράσης των ατόμων του Μ. Βέμπερ και της κοινωνικής συνοχής του Ε. Ντυρκέμ;
3. Σχολιάστε την διαφορά στην προσέγγιση του Ντυρκέμ και του Μαρξ όσον αφορά την ιστορική εξέλιξη και τις διαδικασίες των κοινωνιών (χρησιμοποιήστε τις έννοιες της κοινωνικής αλληλεγγύης, της ταξικής πάλης και της βάσης-εποικοδομήματος στην ανάλυσή σας).
4. Ποια είναι η ομοιότητα της προσέγγισης του περάσματος από τις προβιομηχανικές στις βιομηχανικές κοινωνίες, από τους Α. Κοντ και Μ. Βέμπερ;
5. α) Εξηγήστε την οπτική της σχολής των λειτουργιστών, όσον αφορά την ύπαρξη της κοινωνίας.
β) Με ποιες ιδέες συνέβαλε ο Ρ. Μέρτον στην θεωρία της σχολής των λειτουργιστών;
6. α) Εξηγήστε τον ρόλο της αλληλεπίδρασης των ατόμων στην κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας, ,όπως διατυπώθηκε από την σχολή της κοινωνικής αλληλεπίδρασης.
β) Με ποιον τρόπο τα κοινά νοήματα και οι πρακτικές των ατόμων, νομιμοποιούν την κοινωνική πραγματικότητα, σύμφωνα με την σχολή της κοινωνικής κατασκευής;
2ο Κεφάλαιο
Ερωτήσεις ανάπτυξης
1. Ποια η διαφορά της βιομηχανικής με την μεταβιομηχανική κοινωνία στους τομείς της: α) οικονομικής οργάνωσης και β) των συγκρούσεων και των κοινωνικών διεκδικήσεων.
2. Ποια η διαφορά , για τις κοινωνικές επιστήμες, μεταξύ ανεπτυγμένων και λιγότερο ανεπτυγμένων κοινωνιών;
3. Πως εξηγούν το φαινόμενο της ανάπτυξης του καπιταλιστικού δυτικού κόσμου οι θεωρίες της εξάρτησης;
4. Διατυπώστε πέντε χαρακτηριστικά της βιομηχανικής επανάστασης.
5. α) Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των αγροτικών κοινωνιών;
β) Ποιος ο ρόλος και οι συνθήκες ζωής των καλλιεργητών στις δουλοκτητικές και τις φεουδαρχικές αγροτικές κοινωνίες;
6. Περιγράψτε την διαδικασία της μετάβασης από τις γεωργικές, στις βιομηχανικές κοινωνίες.
7. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της βιομηχανικής επανάστασης; Πως αυτή συνδέεται με το φαινόμενο της αστικοποίησης;
8. α) Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της μεταβιομηχανικής κοινωνίας;
β) Ποια η διαφορά μεταξύ βιομηχανικών και μεταβιομηχανικών κοινωνιών στα ζητήματα των οικονομικών και παραγωγικών διαδικασιών;
9. Τι αφορά η έννοια της «ανάπτυξης» των κοινωνιών και πως αυτή προσεγγίζεται από τις θεωρίες του εκσυγχρονισμού και της εξάρτησης;
3ο Κεφάλαιο
Ερωτήσεις σύντομης ανάπτυξης
Εξηγήστε πως λειτουργεί́ η μάθηση ως ψυχοκοινωνικός μηχανισμός κοινωνικοποίησης
1. Εξηγήστε πως λειτουργεί́ η ταύτιση ως ψυχοκοινωνικός μηχανισμός κοινωνικοποίησης
2. Εξηγήστε πως λειτουργεί́ η εσωτερίκευση ως ψυχοκοινωνικός μηχανισμός κοινωνικοποίησης
3. Εξηγήστε γιατί η κοινωνικοποίηση είναι μια αφίδρομη διαδικασία.
4. Εξηγήστε γιατί η κοινωνικοποίηση είναι μια εξελικτική και δυναμική διαδικασία.
5. Εξηγήστε γιατί η κοινωνικοποίηση αποτελεί μια διαδικασία οικοδόμησης της συλλογικής ταυτότητας.
6. Εξηγήστε ποια μέρη συνιστούν την προσωπικότητα του ατόμου, σύμφωνα με την διάσταση της ψυχικής οργάνωσης της προσωπικότητας του Φρόϋντ.
7. Εξηγήστε την λειτουργία των μηχανισμών άμυνας του Φρόϋντ.
8. Εξηγήστε την προσέγγιση του Μ. Βέμπερ όσον αφορά τον ρόλο της θρησκείας στην ανάπτυξη του καπιταλισμού.
9. Ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ τυπικού και άτυπου κοινωνικού ελέγχου;
10. Πως προσεγγίζει την θρησκεία, ως θεσμό κοινωνικοποίησης, ο Ντυρκέμ και η λειτουργιστική θεωρία;
Ερωτήσεις ευρείας ανάπτυξης, σύνθεσης, διασύνδεσης
1. Εξηγήστε ποια μέρη συνιστούν την προσωπικότητα του ατόμου, σύμφωνα με την διάσταση της ψυχικής οργάνωσης της προσωπικότητας του Φρόϋντ και την προσέγγιση του Μιντ. (ή Αναπτύξτε τις διαφορετικές διαστάσεις του εαυτού, όπως αυτές διατυπώθηκαν από τους Φρόϋντ και Μιντ.)
2. Εξηγήστε πως η κοινωνικοποίηση αποτελεί μια διαδικασία οικοδόμησης της συλλογικής ταυτότητας και παραθέστε, στο πλαίσιο αυτό, την αντίστοιχη προσέγγιση του Ντυρκέμ για τον θεσμό της θρησκείας.
3. Εξηγήστε πως λειτουργεί η μάθηση ως ψυχοκοινωνικός μηχανισμός κοινωνικοποίησης και αναπτύξτε το πως το σχολείο λειτουργεί στην κατεύθυνση αυτή.
4. Εξηγήστε την διαφορετική προσέγγιση της διάρκειας της διαδικασίας της κοινωνικοποίησης μεταξύ των κοινωνιολόγων και της κλασικής ψυχαναλυτικής θεωρίας.
5. Αναπτύξτε τις ομοιότητες και τις διαφορές της λειτουργιστικής και Μαρξιστικής προσέγγισης της κοινωνικοποίησης.
6. Εξηγήστε τον αυτοέλεγχο, ως μορφή κοινωνικού ελέγχου, αναλύοντας παράλληλα τον ψυχοκοινωνικό μηχανισμό της εσωτερίκευσης.
7. Αναπτύξτε την μάθηση ως ψυχοκοινωνικό μηχανισμό της κοινωνικοποίησης και σχολιάστε την υπό την οπτική της μαρξιστικής θεωρίας για την κοινωνικοποίηση.
8. Αναπτύξτε την σημασία των κοινωνικών ρόλων στην κοινωνικοποίηση των ατόμων από την οπτική των Μίντ και Γκόφμαν. Ποιά κριτική ασκείται στις θεωρίες των ρόλων;
11. Αναπτύξτε το κράτος ως θεσμοθετημένο φορέα κοινωνικοποίησης. Εξηγήστε τι είδους κοινωνικό έλεγχο ασκεί.
12. Πως λειτουργεί ο αυτοέλεγχος, ως μορφή κοινωνικού ελέγχου; Πως σχετίζεται με τον ψυχοκοινωνικό μηχανισμό της εσωτερίκευσης;
13. Χρησιμοποιώντας την θεωρία των ρόλων του Ε. Γκόφμαν, εξηγήστε γιατί η κοινωνικοποίηση θεωρείται ως μια συνεχής και αδιάληπτη διαδικασία.
5ο Κεφάλαιο
Ερωτήσεις σύντομης ανάπτυξης
1. Αναπτύξτε ένα παράδειγμα αναπαραγωγής και μετάδοσης του πολιτισμού στην νέα γενιά, μέσω της εκπαίδευσης. (15 μονάδες)
2. Αναφέρετε ένα πλεονέκτημα και ένα μειονέκτημα της τηλεεκπαίδευσης. (10 μονάδες)
Ερωτήσεις ευρείας ανάπτυξης, σύνθεσης, διασύνδεσης
1. Εξηγήστε τι τι χαρακτηριστικά έχει η ένταξη του παιδιού στο σχολείο και γιατί αυτό αποτελεί δευτερογενή φορέα κοινωνικοποίησης.
2. Αναπτύξτε τις απόψεις σχετικά με το αν η πληροφορία αποτελεί γνώση.
3. Εξηγήστε με ποιους τρόπους μπορεί η εκπαίδευση να συμβάλλει στην ανάπτυξη των ατόμων και κατ’ επέκταση των κοινωνιών και παραθέστε ένα παράδειγμα.
4. Ποιά είναι η οπτική του Μπουρντιέ για τους τίτλους σπουδών που απονέμουν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και πως συνδέεται με την αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων;
5. Αναφέρετε τους μαθησιακούς στόχους στους οποίους δίνει έμφαση η UNESCO.
6. Ποιες λειτουργίες εκπληρώνει ο θεσμός της εκπαίδευσης, σύμφωνα με τον Κρ. Ντε Μοντιμπέρ;
7. Εξηγήστε την θέση του Μπουρντιέ σχετικά με την λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος ως σύστημα επιλογής που ευνοεί τις ανώτερες τάξεις σε βάρος των υπολοίπων.
8. Με ποιον τρόπο έχει συμβάλλει η εκπαίδευση διαχρονικά, στην αλλαγή των κοινωνιών; Αναφέρετε τις επιπτώσεις των αλλαγών αυτών στο άτομο.
9. Ποια είναι η επίδραση της κοινωνίας της πληροφορίας στην εκπαιδευτική διαδικασία και ποιος είναι ο αντίκτυπος στα άτομα και τα κράτη.
10. Αναφέρετε παραδείγματα σύνδεσης της εκπαίδευσης με την κοινωνία της πληροφορίας.
11. Εξηγήστε την έννοια της εξειδίκευσης και αντιπαραθέστε την με τις έννοιες της παιδείας και της γενικής μόρφωσης.
12. Παραθέστε τις διαφορετικές οπτικές για το κατά πόσον η πληροφορία αποτελεί γνώση.
6ο Κεφάλαιο
Ερωτήσεις σύντομης ανάπτυξης
1. Ποιες είναι οι συνέπειες της ανεργίας στα άτομα και την κοινωνία; Ποιες προτάσεις έχουν διατυπωθεί για την αντιμετώπιςή της;
2. Ποια ήταν η οπτική των Μάρξ και Ντυρκέμ απέναντι σταν καταμερισμό της εργασίας;
Ερωτήσεις ευρείας ανάπτυξης, σύνθεσης, διασύνδεσης
1. α. Δώστε τους ορισμούς των εννοιών κοινωνική τάξη και κοινωνική διαστρωμάτωση. (8 μ)
β. Ποιους τύπους κοινωνικών τάξεων και κοινωνικής διαστρωμάτωσης διέκριναν οι Μάρξ και Βέμπερ; (12 μ)
γ. Πως σχετίζονται οι παραπάνω έννοιες με την ύπαρξη ευάλωτων ομάδων πληθυσμού; (5μ)
2. α. Τι είναι οι ανισότητες και πως παρατηρούνται σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο; (10μ)
β. Με ποιους τρόπους αντιμετωπίζονται οι ανισότητες σε χώρες με ελεύθερη οικονομία και πως σε χώρες με κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία; (15μ)
γ. Με ποιους τρόπους το κράτος πρόνοιας επιδιώκει την αναδιανομή του πλούτου σε μια κοινωνία;
3. Να συγκρίνετε το φορντικό και το τεϊλορικό σύστημα οργάνωσης της εργασίας. Πού συγκλίνουν και πού διαφοροποιούνται;
4. α. Ποια κριτική ασκήθηκε στο Τεϊλορικό – Φορντικό μοντέλο οργάνωσης της παραγωγής;
β. Αναπτύξτε το θεωρητικό μοντέλο των ανθρώπινων σχέσεων.
5. Ποια ήταν η επίδραση της εισαγωγής των νέων τεχνολογιών στους χώρους εργασίας, την δομή και την κουλτούρα της εργασίας; Ποιες νέες μορφές τηλεργασίας προκύπτουν με την χρήση του διαδικτύου;
6. Ποιες είναι οι συνέπειες της ανεργίας, της φτώχειας και των ανισοτήτων; Ποιες ομάδες πληθυσμού είναι οι περισσότερο ευάλωτες στα φαινόμενα αυτά;
7. Πως σχετίζονται στατιστικά, οι κοινωνικές ανισοτήτες και η δυνατότητα πρόσβασης σε υπηρεσίες περίθαλψης;
7ο Κεφάλαιο
Ερωτήσεις ανάπτυξης
1) Πως όρισε ο Μαξ Βέμπερ τις έννοιες “δύναμη” και “εξουσία”;
2) Ποια είναι, κατά τον Μαξ Βέμπερ, τα ορθολογικά χαρακτηριστικά της λειτουργίας του κράτους;
3) Ποια είναι η προσέγγιση των Βέμπερ, Κόντ και Μαρξ της έννοιας του κράτους;
4) Συγκρίνετε τους τρεις ιδεατούς τύπους εξουσίας του Βέμπερ (παραδοσιακή, χαρισματική, ορθολογική) ως προς:
α. Τον τρόπο νομιμοποίησης τους
β. τον τρόπο μεταβίβασής τους και
γ. αναφέρετε αντίστοιχα παραδείγματα για κάθε τύπο εξουσίας
5) Αναπτύξτε τις δυο διαφορετικές ιδέες που επικρατούν όσον αφορά την έννοια του έθνους.
6) Αναπτύξτε τις τέσσερις γενιές εθνικών κρατών που αναπτύχθηκαν ιστορικά από τον 19ο αιώνα.
7) Παραθέστε τα χαρακτηριστικά της ιδεώδους δημοκρατίας και του ολοκληρωτισμού.
8) Συγκρίνετε το μοντέλο των ελίτ και το πλουραλιστικό μοντέλο εξουσίας, ως προς:
α. το ποιοι αποτελούν φορέας δύναμης - άσκησης της εξουσίας σε κάθε μοντέλο και
β. πως αλληλεπιδρούν μεταξύ τους οι φορείς αυτοί
9) Αναπτύξτε τις απόψεις των Μαρξ και Αλτουσέρ για τις κοινωνικές βάσεις της εξουσίας.
10) Αναπτύξτε έναν ορισμό για τα σύγχρονα πολιτικά κόμματα.
11) α. Ποιες οι διαφορές και οι ομοιότητες μεταξύ των ομάδων συμφερόντων και των ομάδων γνώμης;
β. Σε τι διαφέρουν και τι κοινό έχουν με τα πολιτικά κόμματα;
12) α. Εξηγήστε τους όρους “πολιτική συμπεριφορά” και “πολιτική κοινωνικοποίηση”.
β. Περιγράψτε τον τρόπο με τον οποίο κοινωνικοί και ατομικοί παράγοντες επηρρεάζουν την πολιτική και εκλογική συμπεριφορά.
13) Τι εννοούμε με τον όρο “πολιτική αλλοτρίωση”; Αναφέρετε τα αίτια της από την οπτική της κοινωνιολογίας. Με ποιόν τρόπο μπορεί να αντιμετωπιστεί στα πλαίσια της οικογένειας;